Τι μπορεί να μάθει η Γαλλία από την Ελλάδα;
Με αφορμή την οικονομική και πολιτική κρίση που περνάει η Γαλλία, οι συγκρίσεις ανάμεσα σε αυτήν και την Ελλάδα της προηγούμενης δεκαετίας δίνουν και παίρνουν.
Με αφορμή την οικονομική και πολιτική κρίση που περνάει η Γαλλία, οι συγκρίσεις ανάμεσα σε αυτήν και την Ελλάδα της προηγούμενης δεκαετίας δίνουν και παίρνουν. Οπως η Ελλάδα τότε, έτσι και η Γαλλία σήμερα παρουσιάζει μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα ως αποτέλεσμα του συνδυασμού αλόγιστα υψηλών δημοσίων δαπανών και χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Οπως στην Ελλάδα της προηγούμενης δεκαετίας, επίσης, έτσι και στη σημερινή Γαλλία χρειάζονται μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας, πράγμα που όμως γίνεται εξαιρετικά δύσκολο εξαιτίας του κομματικού πολυκερματισμού και υψηλού βαθμού πόλωσης που τη χαρακτηρίζει. Βέβαια, η Γαλλία δεν διατρέχει κίνδυνο μνημονίων και σίγουρα δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της εξόδου από την Ευρωζώνη, όπως συνέβη στην Ελλάδα. Το ζήτημα όμως είναι αλλού: θα μπορέσει άραγε η Γαλλία, με το υπάρχον πολιτικό και κομματικό της σύστημα, να εφαρμόσει τη δημοσιονομική διόρθωση που χρειάζεται για να καταστεί το χρέος της βιώσιμο, όπως απαιτεί η Ε.Ε.; Ως συνήθως, η απάντηση για τα προβλήματα της οικονομίας βρίσκεται στο πεδίο της πολιτικής.
Για αρκετές δεκαετίες η γαλλική πολιτική σκηνή είχε διαμορφώσει ένα κατά βάση δικομματικό σύστημα, με την εξουσία να εναλλάσσεται μεταξύ δύο συνασπισμών, καθένας από τους οποίους διέθετε από ένα μεγάλο κόμμα: στα αριστερά το Σοσιαλιστικό Κόμμα, στα δεξιά οι Ρεπουμπλικανοί. Αυτό το μοτίβο ανατράπηκε το 2017, όταν κανένα από αυτά τα κόμματα δεν κατάφερε να μπει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, τις οποίες τελικά κέρδισε το νεοσύστατο En Marche! του Εμανουέλ Μακρόν, που επίσης κέρδισε μια άνετη πλειοψηφία στη γαλλική εθνοσυνέλευση. Από τότε πολλά έχουν αλλάξει στη Γαλλία. Μετά τις προεδρικές εκλογές του 2022 (όπου ο Μακρόν επανεξελέγη στον δεύτερο γύρο, αλλά η αντίπαλός του Μαρίν Λεπέν έλαβε πάνω από το 40% των ψήφων), καθώς και στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2024 (όπου το κόμμα του Μακρόν ηττήθηκε, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας και παρατεταμένη πολιτική αστάθεια), η Γαλλία βρίσκεται σήμερα σε πολιτικό αδιέξοδο. Στην πολιτική σκηνή έχουν διαμορφωθεί τρία διακριτά, αλλά όχι σαφώς οριοθετημένα, στρατόπεδα –της Αριστεράς, του Κέντρου και της Δεξιάς– που παράγουν πόλωση και προάγουν ακυβερνησία. Μόνο μέσα στο 2024 το μέγαρο Ματινιόν, όπου βρίσκεται η πρωθυπουργική έδρα, άλλαξε τέσσερις ενοίκους: την Ελίζαμπεθ Μπορν (παραιτήθηκε τον Ιανουάριο), τον Γκαμπριέλ Ατάλ (παραιτήθηκε τον Ιούλιο), τον Μισέλ Μπαρνιέ (έμεινε στην πρωθυπουργία για μόλις 99 μέρες) και, τέλος, τον Φρανσουά Μπαϊρού. Με βάση το γαλλικό σύνταγμα, νέες βουλευτικές εκλογές δεν μπορούν να προκηρυχθούν πριν από τον ερχόμενο Ιούλιο.
Στο στρατόπεδο της Αριστεράς κυριαρχεί το κίνημα Ανυπότακτη Γαλλία, που με ηγέτη τον Ζαν-Λικ Μελανσόν προωθεί ένα αντικαπιταλιστικό ριζοσπαστικό αφήγημα κοινωνικής αλλαγής. Με αυτό το κίνημα συντάσσεται προς το παρόν και το άλλοτε κραταιό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που πλέον διαθέτει ελάχιστη κοινοβουλευτική παρουσία και δυσκολεύεται να επανατοποθετηθεί αυτόνομα στο πολιτικό τοπίο. Ο πόλος της Δεξιάς, με κύριους εκπροσώπους τη Μαρίν Λεπέν και άλλους ακροδεξιούς πολιτικούς, όπως ο Φλοριάν Φιλιπό, εκφράζει ένα ρεύμα ανερχόμενου εθνικισμού και ευρωσκεπτικισμού. Η Εθνική Συσπείρωση (πρώην Εθνικό Μέτωπο), με ηγέτη τον νεαρό Ζορντάν Μπαρντελά, έχει καταφέρει να μετατοπίσει σημαντικά τη ρητορική της γαλλικής Δεξιάς, εστιάζοντας σε ζητήματα ταυτότητας, μετανάστευσης και εθνικής κυριαρχίας. Τέλος, το Κέντρο, με κύριο πρωταγωνιστή τον Μακρόν και συμπρωταγωνιστές αρκετά μικρότερα φιλελεύθερα σχήματα, έχει επιδιώξει να υπερβεί τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, προτείνοντας ένα μοντέλο διακυβέρνησης που συνδυάζει αδιαπραγμάτευτο ευρωπαϊσμό με φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και κοινωνική μέριμνα.
Οσο παραμένει η πολιτική αστάθεια, η οικονομική κρίση θα γίνεται ολοένα βαθύτερη και πιο επικίνδυνη.
Εν μέσω της δημοσιονομικής της κρίσης, η πολιτική κατάσταση στη Γαλλία παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την Ελλάδα της διετίας 2010-2012, αλλά και σημαντικές διαφορές. Ως προς τις ομοιότητες, το Κέντρο στη Γαλλία φαίνεται να καταρρέει κάτω από την αμφίπλευρη πίεση των δύο άκρων, ενώ ο ηγέτης του έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής νομιμοποίησης που διέθετε μέχρι πρόσφατα. Αν και η συγκυβέρνηση Αριστεράς και Δεξιάς είναι μάλλον απίθανη, τα δύο άκρα θα συμπράττουν κατά περίσταση, όπως συνέβη με την κοινή πρόταση δυσπιστίας που οδήγησε στην πτώση του Μισέλ Μπαρνιέ. Υπάρχουν, όμως, τουλάχιστον δύο διαφορές της σημερινής Γαλλίας με τη χθεσινή Ελλάδα. Πρώτον, το στρατόπεδο της λεπενικής Δεξιάς είναι πολύ ισχυρότερο και πιο συμπαγές από οτιδήποτε είχε ποτέ να παρουσιάσει η ελληνική Ακροδεξιά. Αλλά, δεύτερον, το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αντίθετα από το δικό μας ΠΑΣΟΚ που, αναλαμβάνοντας το πολιτικό κόστος συντάχθηκε με τις φιλελεύθερες δυνάμεις, σύρεται πίσω από τον λαϊκισμό μιας δήθεν ανυπότακτης Γαλλίας.
Τι διδάσκεται, λοιπόν, η Γαλλία από την Ελλάδα; Πρώτα πρώτα, ότι όσο παραμένει η πολιτική αστάθεια, η οικονομική κρίση θα γίνεται ολοένα βαθύτερη και πιο επικίνδυνη. Και, κατόπιν, ότι το Κέντρο πρέπει να συσπειρωθεί γύρω από έναν νέο, μη αλαζόνα ηγέτη με φρέσκια νομιμοποίηση, που έχει να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις, τόσο για τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας όσο και για τον ηγετικό ρόλο της στα μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα.
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Παράδοξη χώρα».