Τι να δω στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης – Γράφει ο αρχαιολόγος δρ Παύλος Τριανταφυλλίδης
Το mononews κάλεσε διευθυντές και προϊσταμένους Μουσείων και Εφορειών Αρχαιοτήτων της χώρας να γνωρίσουν στο κοινό τα σπουδαιότερα εκθέματα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, ζητώντας παράλληλα την κατάθεση μιας «προσωπικής» νότας με την επιλογή αντικειμένων, που προκύπτουν μέσα από την ιδιαίτερη ενασχόλησή τους. Σκοπός του αφιερώματος είναι να διευρυνθεί η γνώση του κοινού και να καταστήσει τα μουσεία πιο προσιτά, συμβάλλοντας και με αυτόν τον τρόπο στην ανάδειξη, την κατανόηση και την προσωπική σχέση καθενός μας με την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης
Νέο κτίριο Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, Αίθουσα περιοδικών εκθέσεων
Ακολουθεί το κείμενο του διευθυντή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου, δρος Παύλου Τριανταφυλλίδη
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια, το Παλαιό, ένα αρχοντικό οικοδόμημα επί της οδού Αργύρη Εφταλιώτη 7, όπου για πρώτη φορά φιλοξενήθηκε έκθεση αρχαίων το 1967, και το Νέο Κτίριο στην περιοχή Κιόσκι.
Λίθινα ευρήματα στον αύλειο χώρο του κτιρίου του Παλαιού Μουσείου Μυτιλήνης
Το Νέο Κτίριο οικοδομήθηκε τη δεκαετία του ΄90 στην ίδια θέση όπου το 1935 είχε ανεγερθεί το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυτιλήνης από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Για τον λόγο αυτό η πρόσοψη του Νέου Κτιρίου επαναλαμβάνει εκείνη του πρώτου Μουσείου, το οποίο είχε κατεδαφιστεί λόγω καθίζησης του εδάφους.
Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο κτίριο με την αρχαιολογική έκθεση να διαρθρώνεται σε δύο κύριες ενότητες: τη μόνιμη και την περιοδική. Η μόνιμη έκθεση εγκαινιάστηκε στις 23 Μαρτίου 1999 και σ’ αυτήν αναδεικνύονται με πρωτοποριακό τρόπο τα ψηφιδωτά δάπεδα και οι τοιχογραφίες ελληνιστικών και ρωμαϊκών κτιρίων, γλυπτά και ολιγάριθμα πήλινα αντικείμενα, μέσα από τα οποία εκτυλίσσεται η ζωή στην αρχαία Μυτιλήνη από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Το νέο κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης
Το Νέο Κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, αφ΄ ενός με τις εκδηλώσεις και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώνονται από πλευράς Εφορείας, αφ΄ετέρου με την φιλοξενία σημαντικών πολιτιστικών δρώμενων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων, αποτελεί πλέον για την πόλη κέντρο πολιτισμού και διανόησης.
Τα σημαντικότερα εκθέματα
Νέο κτίριο Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, Αίθουσα Ευρίπου
Χάλκινη υδρία και λέβητας
Η τέχνη του μετάλλου στη Λέσβο είναι ελάχιστα γνωστή, καθώς τα σωζόμενα τέχνεργα που απαντούν είναι σκεύη πολυτελείας, μικροαντικείμενα και, σπανιότερα, τμήματα αγαλματικών μορφών της μνημειώδους χαλκοπλαστικής των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Η αξία της πρώτης ύλης των μετάλλων, κυρίως του χαλκού και του αργύρου, και οι διάφορες χρήσεις τους πιθανώς δεν επέτρεψαν τη διατήρησή τους στο χρόνο. Η επαναχύτευση και η χρήση των έργων ως υλικού για την κατασκευή άλλων αντικειμένων είναι από τις κύριες αιτίες καταστροφής των μετάλλινων τέχνεργων. Στην εξάλειψή τους συνέβαλαν σεισμοί, πυρκαγιές και λεηλασίες που σημειώθηκαν στη Λέσβο, καθώς και τα αιολικά ιερά στα οποία φυλάσσονται τα πολύτιμα μετάλλινα αφιερώματα.
Χάλκινη υδρία από την νεκρόπολη της Λάρσου Μυτιλήνης (450 π.Χ.)
Η χάλκινη υδρία από την νεκρόπολη στην περιοχή της Λάρσου Μυτιλήνης χρονολογείται στα 450 π.Χ. Είναι κατασκευασμένη από σφυρήλατο έλασμα, ενώ οι λαβές και η βάση είναι χυτά. Στην κάτω πρόσφυση της κάθετης λαβής, μία μετωπική σειρήνα με ανοιγμένα τα δρεπανοειδή φτερά της περιβάλλεται από διάτρητες βλαστόσπειρες και ανθέμια. Μακρείς βόστρυχοι πέφτουν ελεύθερα στους ώμους και τυλίγονται στα πλάγια γύρω από ταινιωτή στεφάνη.
Χάλκινος λέβητας-δίνος (500-480 π. Χ)
Ο χάλκινος λέβητας-δίνος, χρονολογημένος στα 500-480 π. Χ. είναι επίσης κατασκευασμένος από σφυρήλατο έλασμα, με τις λαβές και τις προσφύσεις, καθώς και τη βάση, να είναι χυτά. Το σώμα στηρίζεται σε χυτό δακτύλιο με τρία πόδια σε σχήμα πηνίου. Στην περιφέρεια του χείλους εφαρμόζουν δύο κινητές λαβές, ορθογώνιας τομής, που απολήγουν σε αναδιπλούμενους μίσχους. Οι μίσχοι περνούν μέσα από κάθετους κρίκους, συμφυείς, με ανάγλυφο ανθέμιο. Και τα δύο τέχνεργα αποτελούν αντικείμενα των μακεδονικών εργαστηρίων, που άκμασαν στην Μακεδονία κατά την Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο.
Ναΐσκος Κυβέλης
Πώρινος Ναΐσκος Κυβέλης από το Παλαιοχώρι Σιγρίου (μέσα 6ου αιώνα π.Χ.)
Στην Λέσβο πολυάριθμες υλικές μαρτυρίες τεκμηριώνουν την μακραίωνη λατρεία της φρυγίας θεάς στο ΒΑ Αιγαίο, την πρώιμη επίσημη καθιέρωσή της με λατρευτικά κτίρια και υπαίθρια ιερά, αλλά και την πολυ-υπόστατη φύση της ως θεότητας χθόνιας και ουράνιας, προστάτιδας της ζωής και του θανάτου, της υπαίθρου και των πόλεων.
Η Κυβέλη ήταν θεότητα ανατολικής καταγωγής, η σημαντικότερη και μόνη πιθανώς θεότητα των Φρυγών. Η λατρεία της εμφανίζεται στον ελληνικό κόσμο στην αρχή του 6ου αιώνα π.Χ. ή και λίγο νωρίτερα, αρχικά στις ελληνικές μικρασιατικές πόλεις της Αιολίδας και της Ιωνίας και κατόπιν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Από την περιοχή Παλαιοχώρι Σιγρίου προέρχεται ο λίθινος ναΐσκος Κυβέλης, χρονολογούμενος στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. Ο ναΐσκος, τυχαίο εύρημα, το οποίο αποκαλύφθηκε το 1967 σε εργασίες άροσης, είναι λαξευμένος σε εντόπιο τραχείτη λίθο, στοιχείο που με ασφάλεια τον κατατάσσει μεταξύ των ολιγάριθμων έργων αρχαϊκής πλαστικής από την Λέσβο. Μολονότι αποτελεί έργο εμφανώς χειρωνακτικό, η αρχιτεκτονική του πλαισίωση και η απεικόνιση της θεάς στην πρόσοψη του οικίσκου μαρτυρούν την προσπάθεια του λιθοξόου να μεταφέρει σε μικρότερο μέγεθος τα μνημειώδη λατρευτικά μνημεία της θεάς στην Φρυγία, όπως θα τα είχε πρωτοδεί λαξευμένα στους βράχους της Κεντρικής Μ. Ασίας.
Μαρμάρινο ανάγλυφο Κυβέλης από το Κάτω Τρίτος (4ος π.Χ.)
Το κατά πολύ μεταγενέστερο μαρμάρινο ανάγλυφο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, το οποίο συγκαταλέγεται μεταξύ των παλαιοτέρων αποκτημάτων του μουσείου, βρέθηκε, άγνωστο πώς, κοντά στο χωριό Κάτω Τρίτος, στη περιοχή δυτικά του κόλπου της Γέρας. Το ανάγλυφο δημιούργημα του 4ου αιώνα π.Χ., με χαρακτηριστική τεκτονική πλήρωση, φέρει παράσταση ένθρονης Κυβέλης προς το μέρος της οποίας έρχονται τέσσερεις λατρευτές. Η φρυγική Μητέρα θεά συνοδεύεται από το αγαπημένο της ζώο, έναν ημικαθήμενο λέοντα, και κρατά τύμπανο στο αριστερό της χέρι, σύμβολα χαρακτηριστικά στην εικονογραφία της θεάς στην ελληνική τέχνη.
Ο κάνθαρος του Εύμαχου
Αγγείο με εγχάρακτη επιγραφή (6ος π.Χ.) από την αρχαία Άντισσα
Στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. η Λέσβος στον Όμηρο και στις μυθολογικές πηγές αναφέρεται ως ενιαία επικράτεια με ένα βασιλιά. Την περίοδο αυτή ιδρύονται οι λεσβιακές πόλεις ως ξεχωριστά κράτη: Η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Έρεσος, η Πύρρα και η Αρίσβη. Η αρχαία Άντισσα ήταν εγκατεστημένη σε μια χερσόνησο της βόρειας παραλίας της επικράτειάς της, 16 χιλιόμετρα ΝΔ της Μήθυμνας. Πρώτος ο γερμανός αρχαιολόγος Robert Koldeway το 1890 ταύτισε την αρχαία Άντισσα με το Οβρεόκαστρο και χαρτογράφησε την περιοχή, ενώ στα 1931 και 1932 η αγγλίδα αρχαιολόγος Γουίνιφριντ Λαμππραγματοποίησε στην περιοχή της αρχαίας Άντισσας δοκιμαστικές τομές. Τα συμπεράσματα που συνοψίζονται από την ανασκαφή αυτή είναι ότι θέση κατοικήθηκε από την ύστερη Εποχή του Χαλκού, από τους τελευταίους αιώνες της 2ης χιλιετίας π.Χ. Από τότε η κατοίκηση συνεχίστηκε αδιάλειπτη.
Ο τεφρόχρωμος κάνθαρος, με την εγχάρακτη επιγραφή «Εύμαχος», βρέθηκε σε κτίριο, που αποκαλύφθηκε από τις τομές της Λαμπ, η οποία και τον χρονολόγησε στον 6ο π.Χ. αιώνα. Από τα βαθύτερα ανασκαφικά, αρχαιολογικά στρώματα της τομής, εξάλλου, βρέθηκαν αγγεία και λείψανα τοίχων με πίθους, που χρονολογούνται στα υστερομυκηναϊκά χρόνια. Σύμφωνα με την ανασκαφέα το όνομα που χαράχθηκε επάνω στο αγγείο σχετίζεται πιθανώς με τον ιδιοκτήτη του αγγείου, τον Εύμαχο, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένας επισκέπτης ή αναθέτης του ιερού. Το αγγείο προέρχεται από λεσβιακό εργαστήριο. Τέτοιου τύπου αγγεία έχουν βρεθεί και στη Μήθυμνα.
Μαρμάρινο σύμπλεγμα νέων
Μαρμάρινο σύμπλεγμα εναγκαλισμένων νέων (1ος π.Χ.)
Η Λέσβος διέθετε τουλάχιστον δώδεκα λατομεία ασβεστόλιθου, που λειτουργούσαν κυρίως την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή. Παρήγαν μάρμαρο γκριζόχωρμο με πολλές φλεβώσεις και χονδρούς κρυστάλλους. Πιο γνωστό λατομείο είναι το λατομείο στην περιοχή της Μόριας, με εννέα τουλάχιστον εξορυκτικά μέτωπα.
Στη Λέσβο, συγκριτικά με άλλα νησιά του Αιγαίου, έχει σωθεί περιορισμένος αριθμός αγαλμάτων, με πιθανή αιτία καταστροφής την ασβεστοποίησή τους σε μεταγενέστερους χρόνους για την εξαγωγή φθηνού δομικού υλικού. Τα εργαστήρια μαρμαρογλυπτικής που λειτουργούσαν στο νησί διακρίνει η εκλεκτικιστική διάθεση, δηλαδή η προσαρμογή των παγιωμένων εικονογραφικών τύπων στις τοπικές προτιμήσεις και παραδόσεις, ώστε να δημιουργούνται νέα πρωτότυπα έργα.
Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα γλυπτά του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης σημαντική θέση έχει το μαρμάρινο σύμπλεγμα εναγκαλισμένων νέων, πιθανώς του 1ου αιώνα π.Χ., που προέρχεται από τη Συλλογή Απόστολου Σημαντήρη. Το γλυπτό είναι κατασκευασμένο από το τοπικό λεσβιακό, γκριζόλευκο και χονδρόκοκοκκο κρυσταλλικό μάρμαρο. Δύο ημίγυμνοι νέοι στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, ο νεαρός στα αριστερά και η νεαρή στα δεξιά. Ο νέος, προφανώς μελλέφηβος, έχει ψιλόλιγνη κορμοστασιά, ενώ η νεάνιδα είναι έφηβη, όπως δηλώνει και η διάπλαση του σώματός της. Το επάνω τμήμα του κορμού της στρέφεται ελαφρά, όπως και το κεφάλι της, προς τον σύντροφό της. Το δεξιό χέρι της φέρεται στην πλάτη του για να τον εναγκαλιστεί από τη μέση ενώ με το αριστερό λυγισμένο κρατά την άκρη του ιματίου, που τυλίγει και τις δύο μορφές.
Πήλινο ειδώλιο Έρωτα
Πήλινο ειδώλιο καθιστού Έρωτα από το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη της Μυτιλήνης (1ος αιώνας π.Χ. – 1ος αιώνας μ.Χ.)
Οι αρχαιότερες μαρτυρίες για τη λατρεία της Αφροδίτης στη Λέσβο προέρχονται από τους αρχαϊκούς ποιητές της και μάλιστα από τα αποσπάσματα της Σαπφούς, όπου αναφέρεται ως «Κύπρις, Κυπρογένεια, Κυθέρια». Πολύ πρώιμα συνδέθηκε με τον ήρωα Άδωνη, ενώ αντίθετα η Πειθώ, που σε άλλες περιοχές παρουσιάζεται ως υπόσταση της θέας, εδώ αποτελεί ξεχωριστή οντότητα.
Οι ανασκαφικές έρευνες στην πόλη της Μυτιλήνης έχουν αποκαλύψει ιερό της θεάς στη θέση Κιόσκι στο λόφο του Κάστρου, το οποίο ο Αλκαίος τοποθετεί «ες κορύφαν πόληος» (στην κορυφή της πόλης), ενώ τα επιγραφικά κείμενα και οι φιλολογικές πηγές μαρτυρούν θέση ιερών και λατρεία της θεάς στις ευρύτερες περιοχές της Πύρρας, της Ερεσού και της Μυτιλήνης. Περαιτέρω ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή του ιερού έφεραν στο φως στον χώρο ανέγερσης του νέου κτιρίου του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, λείψανα που συνδέθηκαν με το ιερό της Αφροδίτης, όπως βωμό στον τύπο της εσχάρας και πάμπολλα κινητά ευρήματα, κυρίως ειδώλια Αφροδίτης και Ερωτιδέων.
Το πήλινο ειδώλιο καθιστού Έρωτα σε βράχο προέρχεται από το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη της Μυτιλήνης και χρονολογείται στην πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο (1ος αιώνας π.Χ. – 1ος αιώνας μ.Χ.). Βρέθηκε μέσα σ’ ένα πηγάδι-αποθέτη το 1988, κατά τη διενέργεια σωστικής ανασκαφικής έρευνας στο οικόπεδο Παιδικής Μέριμνας-Ορφανοτροφείου στην πόλη της Μυτιλήνης (σημερινό κτίριο Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής).
Η μορφή εικονίζεται καθιστή σε βράχο, στραμμένη κατά τρία τέταρτα προς τα αριστερά. Από την θέση του αριστερού χεριού φαίνεται ότι κρατούσε κάποιο αντικείμενο ή μορφή προς την οποία κοιτάζει. Το λυγισμένο και μετατοπισμένο προς τα πλάγια και εμπρός δεξιό χέρι φαίνεται ότι κρατούσε το ίδιο αντικείμενο ή την ίδια μορφή. Το παιδικό πρόσωπο είναι παχύ με μεγάλα μισόκλειστα μάτια, τονισμένα βλέφαρα και μισάνοιχτο στόμα με σαρκώδη χείλη. Τα μαλλιά πλαισιώνουν το πρόσωπο μέχρι τους κροτάφους με πλαστικούς βοστρύχους και στολίζονται με ανάγλυφο φύλλο από στεφάνι. Στην πλάτη της μορφής υπάρχει εγχάρακτη επιγραφή ΕΥΦΡΟ. Στα φτερά υπάρχουν ίχνη χρυσού.
Το πήλινο ειδώλιο Έρωτα είναι δείγμα της ακμάζουσας ειδωλοπλαστικής των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων στη Λέσβο και αποτελεί ένα από τα πιο ευφάνταστα και σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα από ιερά της πόλης της Μυτιλήνης.
Το ψηφιδωτό του Τήλεφου
Ψηφιδωτό από την οικία του Τήλεφου (1ος – 2ος αιώνα μ.Χ. )
Μετά την επέκταση της πόλης της Μυτιλήνης πέραν του Ευρίπου, που αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ της παλαιάς και της νέας τάξης πραγμάτων, οι πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις εγκαταστάθηκαν στην ανατολική και τη νότια πλευρά του λόφου της Αγίας Κυριακής. Οι πολυτελείς επαύλεις, που αποκαλύφθηκαν κατά τις σωστικές ανασκαφές σε οικόπεδα και σε δημόσια έργα, είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες της σημαντικής οικονομικής άνθησης στη Μυτιλήνη από τον 2ο αιώνα π.Χ. και εξής.
Ο τύπος των σπιτιών ποικίλλει ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Συνήθως γύρω από μια ορθογώνια αυλή με πηγάδι ή δεξαμενή ανοίγονται πολυτελή δωμάτια με ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες. Στα πιο σημαντικά και αγαπητά ψηφιδωτά δάπεδα ανήκει το ψηφιδωτό δάπεδο του κυρίως δωματίου της λεγόμενης οικίας του Τήλεφου, που χρονολογείται στον 1ο -2ο αιώνα μ.Χ.
Ο Τήλεφος με τη μητέρα του, Αύγη, ψηφιδωτό από την οικία του Τήλεφου (1ος – 2ος αιώνα μ.Χ. )
Εικονίζεται σε μετάλλιο η άφιξη του βασιλιά Τήλεφου, γιου του Ηρακλή, στη μικρασιατική παραλία, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Η μητέρα του, Αύγη, τον κρατά μικρό, καθώς βγαίνει από το κουτί με το οποίο ταξίδεψε στα κύματα από τις ακτές της Πελοποννήσου. Οι ψαράδες, που βρήκαν και άνοιξαν την κιβωτό, κοιτάζουν με έκπληξη την γυναίκα που βγαίνει. Οι παραστάσεις της θαλάσσιας πανίδας, οι ιχθυοκένταυροι και οι Νηρηίδες υποδηλώνουν το θαλάσσιο περιβάλλον ενώ η εύφορη γη της μικρασιατικής ακτής υποδηλώνεται με πλούσιο κισσό και πουλιά. Το πλαίσιο του ψηφιδωτού συμπληρώνεται με γεωμετρικά σχήματα με υπόλευκες και γκρίζες ψηφίδες.
Το ψηφιδωτό του Ορφέα από την οικία του Μενάνδρου
Ψηφιδωτό δάπεδο από την οικία του Μενάνδρου με τον Ορφέα ενώ παίζει λύρα (3ος μ.Χ.)
Η λεγόμενη οικία του Μενάνδρου βρίσκεται στον Προσφυγικό Συνοικισμό της Μυτιλήνης, στη θέση Χωράφα, 500 μ. ανατολικά του αρχαίου θεάτρου. Πρόκειται για λείψανα οικοδομής με ενδιαφέροντα ψηφιδωτά δάπεδα, πολύ χαρακτηριστικά για την τεχνοτροπία των Ρωμαϊκών χρόνων και κυρίως για τα θέματα των παραστάσεων. Οι εσωτερικοί χώροι του κτιρίου πλαισιώνουν μια ορθογώνια υπαίθρια αυλή, γύρω από την οποία υπάρχουν δωμάτια και στοά με ψηφιδωτά δάπεδα, ανοιχτή στον υπαίθριο χώρο. Το δωμάτιο με το ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση του Ορφέα μέσα σε οκταγωνικό πλαίσιο ήταν το επισημότερο και χρονολογείται στον 3ο αιώνα μ.Χ. Ο ήρωας, ντυμένος με χειριδωτό χιτώνα, πέπλο, φρυγικά υποδήματα και σκούφο είναι καθισμένος σε βράχο και παίζει την λύρα του, γοητεύοντας τα ζώα.
Ο Ορφέας ήταν μεγάλος μουσικός και επικός ποιητής, γιος του Θράκα άρχοντα Οίαγρου και της Μούσας Ευριδίκης. Ήταν εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Συνδέεται στενά με τις πηγές, μετά το διαμελισμό του από τις Μαινάδες στα Πιέρια όρη, τα κύματα έφεραν το κεφάλι του στην Άντισσα και στην Μυτιλήνη τη λύρα του. Μαζί του έφτασε στη Λέσβο και η λυρική ποίηση.
Πορτρέτο του Μενάνδρου σε ψηφιδωτό δάπεδο (3ος μ.Χ.)
Στο δωμάτιο για τις ανάγκες των συνδαιτυμόνων των συμποσίων σώζεται ψηφιδωτό δάπεδο, στο οποίο εικονίζεται ο Μένανδρος σε προτομή, η μούσα Θάλεια με τα σύμβολά της, δηλαδή κωμική προσωπεία και ράβδο, και οκτώ πλαίσια με σκηνές από κωμωδίες του Μενάνδρου. Επιγραφές επιτρέπουν την ταύτιση των έργων και των προσώπων που απεικονίζονται.
Ο Μένανδρος (342/1- 292/291 π.Χ.) ήταν μεγάλος δραματικός ποιητής της αρχαιότητας, κύριος εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας και μαθητής του φιλόσοφου Θεόφραστου. Τα έργα του Μενάνδρου, τα οποία παρουσιάστηκαν μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου προέβαλαν τα ιδανικά της Ελληνιστικής εποχής.
Το ψηφιδωτό της οικίας του Ευρίπου
Ψηφιδωτό δάπεδο από την οικία του Ευρίπου (2ος -3ος αιώνας μ.Χ.)
Η πολυτελής οικία του Ευρίπου βρίσκεται επίσης στον λόφο της Αγίας Κυριακής. Η φυσική κλίση του εδάφους επέτρεψε τη δημιουργία της υπόγειας, λιθόστρωτης δεξαμενής με τοξωτή οροφή. Το ψηφιδωτό του αιθρίου έχει ως κεντρικό θέμα τη μορφή του αγένειου νεαρού, θαλάσσιου δαίμονα σε μετάλλιο εγγεγραμμένο σε ρόμβο ενώ τα δελφίνια και τα αστακοπόδαρα στα μαλλιά του υποδηλώνουν τη θαλάσσια υπόστασή του. Ο χαρακτήρας και ο τύπος της παράστασης επιτρέπουν να ερμηνευθεί ως ο Εύριπος, η πιο σημαντική περιοχή της πόλης της Μυτιλήνης ή ως ο Πυρραίων Εύριπος (κόλπος Καλλονής) με τα πλούσια αλιεύματα.
Πορτρέτο πιθανώς του Ευρίπου (2ος – 3ος αιώνας μ.Χ.)
Στις γωνίες του ρόμβου εικονίζονται οι τέσσερις εποχές (ανδρικές και γυναικείες φτερωτές μορφές) με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους: Τα στάχυα για το Καλοκαίρι, τα φρούτα για το Φθινόπωρο, τα άνθη και τα πράσινα φύλλα για την Άνοιξη και το σκυθρωπό πρόσωπο με το βαρύ ιμάτιο για το Χειμώνα ενώ την είσοδο του σπιτιού φύλαγε ο αγριωπός δράκος.
Για την απόδοση των παραστάσεων χρησιμοποιήθηκαν οι αποχρώσεις του γκρι, του ρόδινου, του πράσινου και του κίτρινου από τον εξαιρετικής ευαισθησίας καλλιτέχνη με την παιδεία της πλούσιας ελληνιστικής παράδοσης, μολονότι τα ψηφιδωτά από την τεχνοτροπία και την ανασκαφική στρωματογραφία χρονολογούνται στον 2ο -3ο αιώνα μ.Χ.
Τα ανάγλυφα του θράκα ιππέα
Μαρμάρινο ανάγλυφο με παράσταση έφιππου αφηρωισμένου νεκρού σε ναΐσκο (2ος π.Χ.)
Τα επιτύμβια ανάγλυφα με παράσταση ιππέων, λόγω της ευρείας διάδοσής τους κυρίως στη Θράκη είναι γνωστά ως «Ανάγλυφα του θράκα ιππέα». Παρουσιάζουν έφιππο τον αφηρωισμένο νεκρό, ως κυνηγό έτοιμο να κτυπήσει το θήραμά του ή ήρεμο μπροστά σε βωμό ενώ δεν λείπουν οι απεικονίσεις του νεκρού όρθιου να κρατά τα χαλινάρια του αλόγου του. Την παράσταση κατά κανόνα πλαισιώνουν δέντρο με φίδι, κουλουριασμένο στον κορμό, που αποτελεί χθόνιο σύμβολο, σκύλος, αγριογούρουνο, θεραπαινίδες και άλλες μορφές που συνοδεύουν τον νεκρό. Επιγραφή με το όνομα του νεκρού, που συνοδεύεται με τις λέξεις ΗΡΩΣ, ΗΡΩΣ ΕΠΙΦΑΝΗΣ, ΝΕΟΣ ΗΡΩΣ, συνήθως είναι χαραγμένη στα ανάγλυφα.
Η μεγάλη ακμή τους τοποθετείται στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια. Στην κατηγορία αυτή των επιτύμβιων αναγλύφων συνήθως απεικονίζονται ανδρικές μορφές ως αφηρωισμένοι νεκροί ενώ σπάνια η παράσταση της αφηρωισμένης έφιππης νεκρής, όπως στο ανάγλυφο από την αρχαία πόλη της Λέσβο, την Έρεσο. Το πρώτο μαρμάρινο ανάγλυφο με παράσταση έφιππου αφηρωισμένου νεκρού σε ναΐσκο χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ. ενώ το μαρμάρινο επιτύμβιο ανάγλυφο με παράσταση έφιππης αφηρωισμένης νεκρής ανάγεται στον 1ο αιώνα π.Χ. -1ο αιώνα μ.Χ.
Οι επιλογές του διευθυντή
Αίθουσα του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης
Τα κοσμήματα μιας νέας γυναίκας
Από τα πιο αγαπητά ευρήματα που φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης είναι το ταφικό σύνολο, που βρέθηκε στο πλαίσιο των εκσκαφικών εργασιών του έργου του βιολογικού καθαρισμού του δημοτικού διαμερίσματος Ευεργέτουλα στο χωριό Ίππειος της Λέσβου. Πρόκειται για έναν ασύλητο γεωμετρικό τάφο του β΄ μισού του 8ου αιώνα π.Χ. με χρυσά κοσμήματα και ακέραια αγγεία.
Χρυσά σκουλαρίκια από τον τάφο νεαρής γυναίκας (750-700 π.Χ.)
Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε κοντά στον κεντρικό τομέα του χωριού και σε βάθος 1,50 μ. από την επιφάνεια του οδοστρώματος ένα μοναδικό και σπάνιο ταφικό σύνολο για την Ιστορία και την Αρχαιολογία των πρώιμων ιστορικών χρόνων της Λέσβου. Πρόκειται για κτιστό κιβωτιόσχημο τάφο από σχιστόλιθο, εντός του οποίου αποκαλύφθηκε σε ύπτια στάση μία ασύλητη ταφή, πιθανώς νεαρής γυναίκας, που χρονολογείται περίπου στα 750-700 π. Χ. Ο σκελετός ήταν τοποθετημένος στο επίπεδο δάπεδο σε εκτενή στάση και έφερε πολλαπλά τραύματα ενώ το κρανίο είχε σοβαρά συμπιεστικά κατάγματα, που πιθανότατα επέφεραν τον θάνατό της, πιθανώς από σοβαρό ατύχημα, όπως σεισμό. Ένα αριστερό λιθοειδές οστό εμβρύου ηλικίας 30 περίπου εβδομάδων, που σώθηκε στην περιοχή της κοιλιάς της νεκρής αποδεικνύει ότι ήταν έγκυος πριν ξεψυχήσει. Ένα ανεστραμμένο αγγείο κάλυπτε την περιοχή αυτή. Πιθανώς η νέα γυναίκα, ηλικίας 21 έως 25 ετών, είχε ήδη γεννήσει και άλλο ή και άλλα παιδιά, όπως φαίνεται από τη μελέτη των λαγονίων οστών.
Χρυσά σκουλαρίκια από τον τάφο νεαρής γυναίκας (750-700 π.Χ.)
Την νεκρή συνόδευαν πέντε πήλινα τεφρά αγγεία πόσεως, πιθανώς λεσβιακού εργαστηρίου, όπως ένα κύπελλο-κρατηρίσκος, μία βαθειά και ρηχή λεκάνη, δύο πρόχοι, καθώς και κοσμήματα στο ύψος της λεκάνης και της κεφαλής, όπως χρυσά και χάλκινα, καθώς και μία οστέϊνη περόνη. Τα χρυσά κοσμήματα περιλαμβάνουν δύο σκουλαρίκια κατασκευασμένα από λεπτά φύλλα χρυσού με την τεχνική της κοκκίδωσης, μεγάλη αμφικωνική χάνδρα, καθώς και χάλκινη χάνδρα, πιθανώς από περιδέραιο. Βόρεια της ταφής εντοπίσθηκε μία κτιστή από σχιστόλιθους θήκη, η οποία περιείχε έναν πήλινο τεφρό αμφορέα με το λίθινο πώμα του, καθώς και μια ρηχή πήλινη λεκάνη.
Τα κοσμήματα αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της τέχνης της χρυσοχοΐας των πρώιμων ιστορικών χρόνων που αναπτύσσεται δειλά κατά τον 8ο αιώνα στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα και αποκορυφώνεται τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Επισημαίνεται ότι πρώτη φορά ανασκάφθηκε στη Λέσβο γεωμετρικός τάφος του ύστερου 8ου αιώνα π.Χ..
Ο αρχαίος ληνός
Η θέση εύρεσης του αρχαίου ληνού για την παραγωγή λαδιού (2ος – 6ος μ.Χ.)
Ξεχωριστό αρχαιολογικό ανασκαφικό εύρημα, ιδιαίτερα αγαπητό αποτελεί ο αρχαίος ληνός, που εκτίθεται σε αίθριο στο Νέο Κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης. Αποτελούσε μέρος ενός αρχαίου ελαιοτριβείου, που βρέθηκε και ανασκάφτηκε το 2014-5 στη θέση «Καμπιόστα» Πηγής Λέσβου. Το αρχαίο ελαιοτριβείο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου συγκροτήματος αγροτικο-βιοτεχνικού χαρακτήρα. Η λειτουργία του εκτείνεται χρονολογικά από την υστερορωμαϊκή έως και την παλαιοχριστιανική περίοδο ενώ διακρίνονται τρία στάδια οικοδομικών επεμβάσεων. Στην τελευταία φάση μάλιστα, τον 6ο αιώνα μ.Χ., το ελαιοτριβείο απέκτησε και δεύτερο όροφο.
Στην αρτιότερη μορφή του ο ληνός διέθετε έναν μεγάλο ορθογωνιόσχημο αύλειο χώρο, που χρησίμευε για τη συγκέντρωση και το στέγνωμα των ελαιοκάρπων. Γύρω από τον αύλειο χώρο διατάσσονταν οι κύριες εγκαταστάσεις και οι αποθηκευτικοί χώροι του ελαιοτριβείου. Στα βόρεια υπήρχε ένα επίμηκες δωμάτιο με τον ελαιόμυλο-τραπητή, καθώς και ένας μεγάλος αποθηκευτικός χώρος με πίθους. Στα νότια βρισκόταν το πλακοστρωμένο δωμάτιο με το ελαιοπιεστήριο (τον ληνό του Μουσείου Μυτιλήνης) και ένας δεύτερος αποθηκευτικός χώρος με πίθους.
Οι ελαιόκαρποι μεταφέρονταν στο ελαιοτριβείο, όπου πλένονταν και απλώνονταν στον κεντρικό αύλειο χώρο για να στεγνώσουν. Στο πρώτο στάδιο, οι ελιές τοποθετούνταν στον ελαιόμυλο-τραπητή για να αλεστούν. Ο τραπητής αποτελούνταν από μία ημισφαιρική λεκάνη, μέσα στην οποία περιστρέφονταν με μοχλό δύο μυλόπετρες. Η άλεση των ελαιοκάρπων προκαλούσε τη σύνθλιψη και πολτοποίηση της σάρκας τους.
Το αρχαίο ελαιοτριβείο «τοποθετημένο» στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο
Ο ελαιοπολτός που προέκυπτε τοποθετούνταν σε ειδικούς τρίχινους σάκους (τσουπιά), οι οποίοι στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο στην κυκλική βάση συμπίεσης (ληνό) του ελαιοπιεστηρίου, το οποίο λειτουργούσε με τη βοήθεια μακρόστενης ξύλινης δοκού και μηχανισμό κοχλία. Το ένα άκρο της δοκού ήταν εντοιχισμένο, δηλαδή καλά στερεωμένο και αγκιστρωμένο στον τοίχο του δωματίου και το άλλο άκρο διέθετε μηχανισμό, ο οποίος συγκρατούνταν στο έδαφος με μεγάλο λίθινο βάρος. Ο μηχανισμός του κοχλία αποτελούνταν από μία μεγάλη βίδα, που περιστρεφόταν με τη βοήθεια λαβής. Με την περιστροφική κίνηση του κοχλία, η δοκός χαμήλωνε και λειτουργούσε σαν μια μεγάλη πρέσα που ασκούσε την απαραίτητη πίεση στους σάκους του ληνού, προκαλώντας κατά συνέπεια τη συμπίεση του ελαιοπολτού και την εξαγωγή του λαδιού, το οποίο έρρεε από τους σάκους μέσα στο υποκείμενο πιθάρι (υπολήνιο).
Το ελαιόλαδο που παραγόταν, διαχωριζόταν από τα υγρά υπολείμματά του, το νερό και τους πρώτους πικρούς χυμούς (αμόργη) ενώ η φύλαξη και αποθήκευσή του γινόταν σε μεγάλα αγγεία (πίθους) στον παρακείμενο αποθηκευτικό χώρο του ελαιοτριβείου.
Οι μεσαιωνικές χειροβομβίδες
Γυάλινες χειροβομβίδες του 14ου-15ου αιώνα
Η ανακάλυψη του φυσητού γυαλιού κατά το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης έδωσε τη δυνατότητα στους υαλουργούς της αρχαιότητας να αναπτύξουν δυναμικά και μαζικά την παραγωγή γυάλινων αντικειμένων, που ως τότε θεωρούνταν είδη πολυτελείας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Στράβων στα Γεωγραφικά του, το κόστος και η αξία του φυσητού γυαλιού ήταν τόσο χαμηλή, ώστε θα μπορούσε κανείς να αγοράσει φυσητό γυαλί μόνο με ένα ρωμαϊκό δηνάριο. Με τον τρόπο αυτό τα φυσητά γυάλινα αγγεία αποκτούν κατά τους ρωμαϊκούς και μεταρωμαϊκούς χρόνους καθαρά χρηστικό χαρακτήρα.
Στο κάστρο της Μυτιλήνης ανευρέθησαν κοντά στην πυριτιδαποθήκη πάνω από εκατό σχεδόν ακέραιες γυάλινες, φυσητές χειροποίητης χειροβομβίδες από παχύ ημιδιαφανές βαθυπράσινο ή ερυθρό γυαλί, που πολλές φορές φέρουν ένθετη χρωματιστή διακόσμηση, πιθανώς αποτέλεσμα της χημικής διεργασίας που πραγματοποιείται με τη χρήση ανακυκλωμένου γυαλιού ή γυαλιού σε αχρηστία στην πρώτη ύλη.
Οι χειροβομβίδες χρονολογούνται κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Έχουν έντονα σφαιρικό σώμα, χαμηλό στενό λαιμό και πλατύ χείλος, ενώ σε ορισμένες από αυτές σώζεται το φυτίλι για το προσάναμμα και την διαρωγή του χοντρού γυαλιού, που όταν εκτοξευτεί με ισχυρή ώθηση και θρυμματιστεί αποτελεί θανάσιμο πλήγμα με το ωστικό κύμα υαλοθραυσμάτων που δημιουργείται προς τον αντίπαλο. Παρόμοιες γυάλινες χειροβομβίδες έχουν βρεθεί στη Χίο και στα Χανιά ενώ πήλινες χειροβομβίδες έχουν επίσης βρεθεί στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου.
Άποψη του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης
Βιογραφικό
Ο Παύλος Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στην Πάτρα. Αποφοίτησε το 1988 από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με ειδίκευση στην Αρχαιολογία, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης (1991) ύστερα από υποτροφία του Αυστριακού Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1998) με θέμα διδακτορικής διατριβής «Τα γυάλινα αντικείμενα από τη Μινώα Αμοργού. Συμβολή στη μελέτη της υαλουργίας στις Κυκλάδες κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο». Πραγματοποίησε επίσης μεταδιδακτορικές σπουδές στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών υπό την εποπτεία της καθηγήτριας Λυδίας Παλαιοκρασσά με θέμα «Το παρροδιακό ιερό του Αταβυρίου Διός στο όρος Ατάβυρος της ν. Ρόδου» ενώ έλαβε μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών από το Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο με ειδίκευση στην Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων, καθώς και στην Πολιτιστική Διαχείριση.
Ο Παύλος Τριανταφυλλίδης εργάσθηκε ως επιστημονικός συνεργάτης των πανεπιστημιακών ανασκαφών της καθηγήτριας Λίλας Μαραγκού στην Αμοργό και στη Ρόδο, καθώς και σε πλήθος σωστικών ανασκαφών κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία στα Δωδεκάνησα με έδρα τη Ρόδο. Μετά την επιτυχία του στις εξετάσεις των αρχαιολόγων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, εργάσθηκε από το 1991 έως και το 2011 ως αρχαιολόγος στην ΚΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου στην οποία υπηρέτησε και ως Προϊστάμενος Τμήματος Αρχαιολογικών Χώρων με ανασκαφές στο ακριτικό Αγαθονήσι, στο ιερό του Ερεθιμίου Απόλλωνος στο Θεολόγο Ρόδου καθώς και στο ιερό του Αταβυρίου Διός, αρχαιολογικές θέσεις που ανέδειξε μετά από την διαχείριση και υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, τα οποία είχε υπό την ευθύνη του.
Από το 2011 έως και 2014 τοποθετείται Προϊστάμενος του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αιγαιακών Σπουδών με ανασκαφές σε Ρόδο και Κω, συνεχίζοντας παράλληλα την ερευνητική δραστηριότητά του. Μετά το 2014 έως και σήμερα υπηρετεί ως προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου με χωρική αρμοδιότητα τη Λέσβο, Λήμνο και Άγιο Ευστράτιο και ως αναπληρωτής προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σάμου και Ικαρίας με χωρική αρμοδιότητα τη Σάμο, Ικαρία και Φούρνους. Διεξάγει τα τελευταία έτη νέες συστηματικές ανασκαφές στην αρχαία πόλη της Ηφαιστίας στην ακριτική Λήμνο, καθώς και στην αρχαία Άντισσα της Λέσβου.
Κάτοχος πολλών υποτροφιών που απέκτησε κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών του σπουδών, όπως του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτο στο Βερολίνο, του Ιδρύματος Shelby White and Leon Levy του Πανεπιστημίου Harvard και του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας, εξέδωσε πλήθος επιστημονικών άρθρων και σημαντικών μονογραφιών με έμφαση στην έρευνα του αρχαίου γυαλιού, στην αρχαία τοπογραφία και μεταλλοτεχνία.
Ο αρχαιολόγος Παύλος Τριανταφυλλίδης σε παρουσίαση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης
Ανακαλύψτε το «Αφιέρωμα – Μουσεία»
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τι να δω στο Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών – Γράφει η αρχαιολόγος δρ Αγγελική Κοτταρίδη
Τι να δω στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης – Γράφει η αρχαιολόγος δρ Αναστασία Γκαδόλου
Τι να δω στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών – Γράφει η αρχαιολόγος Αθανασία Ψάλτη
Το mononews κάλεσε διευθυντές και προϊσταμένους Μουσείων και Εφορειών Αρχαιοτήτων της χώρας να γνωρίσουν στο κοινό τα σπουδαιότερα εκθέματα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, ζητώντας παράλληλα την κατάθεση μιας «προσωπικής» νότας με την επιλογή αντικειμένων, που προκύπτουν μέσα από την ιδιαίτερη ενασχόλησή τους. Σκοπός του αφιερώματος είναι να διευρυνθεί η γνώση του κοινού και να καταστήσει τα μουσεία πιο προσιτά, συμβάλλοντας και με αυτόν τον τρόπο στην ανάδειξη, την κατανόηση και την προσωπική σχέση καθενός μας με την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης
Νέο κτίριο Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, Αίθουσα περιοδικών εκθέσεων
Ακολουθεί το κείμενο του διευθυντή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου, δρος Παύλου Τριανταφυλλίδη
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια, το Παλαιό, ένα αρχοντικό οικοδόμημα επί της οδού Αργύρη Εφταλιώτη 7, όπου για πρώτη φορά φιλοξενήθηκε έκθεση αρχαίων το 1967, και το Νέο Κτίριο στην περιοχή Κιόσκι.
Λίθινα ευρήματα στον αύλειο χώρο του κτιρίου του Παλαιού Μουσείου Μυτιλήνης
Το Νέο Κτίριο οικοδομήθηκε τη δεκαετία του ΄90 στην ίδια θέση όπου το 1935 είχε ανεγερθεί το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυτιλήνης από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Για τον λόγο αυτό η πρόσοψη του Νέου Κτιρίου επαναλαμβάνει εκείνη του πρώτου Μουσείου, το οποίο είχε κατεδαφιστεί λόγω καθίζησης του εδάφους.
Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο κτίριο με την αρχαιολογική έκθεση να διαρθρώνεται σε δύο κύριες ενότητες: τη μόνιμη και την περιοδική. Η μόνιμη έκθεση εγκαινιάστηκε στις 23 Μαρτίου 1999 και σ’ αυτήν αναδεικνύονται με πρωτοποριακό τρόπο τα ψηφιδωτά δάπεδα και οι τοιχογραφίες ελληνιστικών και ρωμαϊκών κτιρίων, γλυπτά και ολιγάριθμα πήλινα αντικείμενα, μέσα από τα οποία εκτυλίσσεται η ζωή στην αρχαία Μυτιλήνη από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Το νέο κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης
Το Νέο Κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, αφ΄ ενός με τις εκδηλώσεις και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώνονται από πλευράς Εφορείας, αφ΄ετέρου με την φιλοξενία σημαντικών πολιτιστικών δρώμενων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων, αποτελεί πλέον για την πόλη κέντρο πολιτισμού και διανόησης.
Τα σημαντικότερα εκθέματα
Νέο κτίριο Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, Αίθουσα Ευρίπου
Χάλκινη υδρία και λέβητας
Η τέχνη του μετάλλου στη Λέσβο είναι ελάχιστα γνωστή, καθώς τα σωζόμενα τέχνεργα που απαντούν είναι σκεύη πολυτελείας, μικροαντικείμενα και, σπανιότερα, τμήματα αγαλματικών μορφών της μνημειώδους χαλκοπλαστικής των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Η αξία της πρώτης ύλης των μετάλλων, κυρίως του χαλκού και του αργύρου, και οι διάφορες χρήσεις τους πιθανώς δεν επέτρεψαν τη διατήρησή τους στο χρόνο. Η επαναχύτευση και η χρήση των έργων ως υλικού για την κατασκευή άλλων αντικειμένων είναι από τις κύριες αιτίες καταστροφής των μετάλλινων τέχνεργων. Στην εξάλειψή τους συνέβαλαν σεισμοί, πυρκαγιές και λεηλασίες που σημειώθηκαν στη Λέσβο, καθώς και τα αιολικά ιερά στα οποία φυλάσσονται τα πολύτιμα μετάλλινα αφιερώματα.
Χάλκινη υδρία από την νεκρόπολη της Λάρσου Μυτιλήνης (450 π.Χ.)
Η χάλκινη υδρία από την νεκρόπολη στην περιοχή της Λάρσου Μυτιλήνης χρονολογείται στα 450 π.Χ. Είναι κατασκευασμένη από σφυρήλατο έλασμα, ενώ οι λαβές και η βάση είναι χυτά. Στην κάτω πρόσφυση της κάθετης λαβής, μία μετωπική σειρήνα με ανοιγμένα τα δρεπανοειδή φτερά της περιβάλλεται από διάτρητες βλαστόσπειρες και ανθέμια. Μακρείς βόστρυχοι πέφτουν ελεύθερα στους ώμους και τυλίγονται στα πλάγια γύρω από ταινιωτή στεφάνη.
Χάλκινος λέβητας-δίνος (500-480 π. Χ)
Ο χάλκινος λέβητας-δίνος, χρονολογημένος στα 500-480 π. Χ. είναι επίσης κατασκευασμένος από σφυρήλατο έλασμα, με τις λαβές και τις προσφύσεις, καθώς και τη βάση, να είναι χυτά. Το σώμα στηρίζεται σε χυτό δακτύλιο με τρία πόδια σε σχήμα πηνίου. Στην περιφέρεια του χείλους εφαρμόζουν δύο κινητές λαβές, ορθογώνιας τομής, που απολήγουν σε αναδιπλούμενους μίσχους. Οι μίσχοι περνούν μέσα από κάθετους κρίκους, συμφυείς, με ανάγλυφο ανθέμιο. Και τα δύο τέχνεργα αποτελούν αντικείμενα των μακεδονικών εργαστηρίων, που άκμασαν στην Μακεδονία κατά την Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο.
Ναΐσκος Κυβέλης
Πώρινος Ναΐσκος Κυβέλης από το Παλαιοχώρι Σιγρίου (μέσα 6ου αιώνα π.Χ.)
Στην Λέσβο πολυάριθμες υλικές μαρτυρίες τεκμηριώνουν την μακραίωνη λατρεία της φρυγίας θεάς στο ΒΑ Αιγαίο, την πρώιμη επίσημη καθιέρωσή της με λατρευτικά κτίρια και υπαίθρια ιερά, αλλά και την πολυ-υπόστατη φύση της ως θεότητας χθόνιας και ουράνιας, προστάτιδας της ζωής και του θανάτου, της υπαίθρου και των πόλεων.
Η Κυβέλη ήταν θεότητα ανατολικής καταγωγής, η σημαντικότερη και μόνη πιθανώς θεότητα των Φρυγών. Η λατρεία της εμφανίζεται στον ελληνικό κόσμο στην αρχή του 6ου αιώνα π.Χ. ή και λίγο νωρίτερα, αρχικά στις ελληνικές μικρασιατικές πόλεις της Αιολίδας και της Ιωνίας και κατόπιν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Από την περιοχή Παλαιοχώρι Σιγρίου προέρχεται ο λίθινος ναΐσκος Κυβέλης, χρονολογούμενος στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. Ο ναΐσκος, τυχαίο εύρημα, το οποίο αποκαλύφθηκε το 1967 σε εργασίες άροσης, είναι λαξευμένος σε εντόπιο τραχείτη λίθο, στοιχείο που με ασφάλεια τον κατατάσσει μεταξύ των ολιγάριθμων έργων αρχαϊκής πλαστικής από την Λέσβο. Μολονότι αποτελεί έργο εμφανώς χειρωνακτικό, η αρχιτεκτονική του πλαισίωση και η απεικόνιση της θεάς στην πρόσοψη του οικίσκου μαρτυρούν την προσπάθεια του λιθοξόου να μεταφέρει σε μικρότερο μέγεθος τα μνημειώδη λατρευτικά μνημεία της θεάς στην Φρυγία, όπως θα τα είχε πρωτοδεί λαξευμένα στους βράχους της Κεντρικής Μ. Ασίας.
Μαρμάρινο ανάγλυφο Κυβέλης από το Κάτω Τρίτος (4ος π.Χ.)
Το κατά πολύ μεταγενέστερο μαρμάρινο ανάγλυφο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, το οποίο συγκαταλέγεται μεταξύ των παλαιοτέρων αποκτημάτων του μουσείου, βρέθηκε, άγνωστο πώς, κοντά στο χωριό Κάτω Τρίτος, στη περιοχή δυτικά του κόλπου της Γέρας. Το ανάγλυφο δημιούργημα του 4ου αιώνα π.Χ., με χαρακτηριστική τεκτονική πλήρωση, φέρει παράσταση ένθρονης Κυβέλης προς το μέρος της οποίας έρχονται τέσσερεις λατρευτές. Η φρυγική Μητέρα θεά συνοδεύεται από το αγαπημένο της ζώο, έναν ημικαθήμενο λέοντα, και κρατά τύμπανο στο αριστερό της χέρι, σύμβολα χαρακτηριστικά στην εικονογραφία της θεάς στην ελληνική τέχνη.
Ο κάνθαρος του Εύμαχου
Αγγείο με εγχάρακτη επιγραφή (6ος π.Χ.) από την αρχαία Άντισσα
Στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. η Λέσβος στον Όμηρο και στις μυθολογικές πηγές αναφέρεται ως ενιαία επικράτεια με ένα βασιλιά. Την περίοδο αυτή ιδρύονται οι λεσβιακές πόλεις ως ξεχωριστά κράτη: Η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Έρεσος, η Πύρρα και η Αρίσβη. Η αρχαία Άντισσα ήταν εγκατεστημένη σε μια χερσόνησο της βόρειας παραλίας της επικράτειάς της, 16 χιλιόμετρα ΝΔ της Μήθυμνας. Πρώτος ο γερμανός αρχαιολόγος Robert Koldeway το 1890 ταύτισε την αρχαία Άντισσα με το Οβρεόκαστρο και χαρτογράφησε την περιοχή, ενώ στα 1931 και 1932 η αγγλίδα αρχαιολόγος Γουίνιφριντ Λαμππραγματοποίησε στην περιοχή της αρχαίας Άντισσας δοκιμαστικές τομές. Τα συμπεράσματα που συνοψίζονται από την ανασκαφή αυτή είναι ότι θέση κατοικήθηκε από την ύστερη Εποχή του Χαλκού, από τους τελευταίους αιώνες της 2ης χιλιετίας π.Χ. Από τότε η κατοίκηση συνεχίστηκε αδιάλειπτη.
Ο τεφρόχρωμος κάνθαρος, με την εγχάρακτη επιγραφή «Εύμαχος», βρέθηκε σε κτίριο, που αποκαλύφθηκε από τις τομές της Λαμπ, η οποία και τον χρονολόγησε στον 6ο π.Χ. αιώνα. Από τα βαθύτερα ανασκαφικά, αρχαιολογικά στρώματα της τομής, εξάλλου, βρέθηκαν αγγεία και λείψανα τοίχων με πίθους, που χρονολογούνται στα υστερομυκηναϊκά χρόνια. Σύμφωνα με την ανασκαφέα το όνομα που χαράχθηκε επάνω στο αγγείο σχετίζεται πιθανώς με τον ιδιοκτήτη του αγγείου, τον Εύμαχο, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένας επισκέπτης ή αναθέτης του ιερού. Το αγγείο προέρχεται από λεσβιακό εργαστήριο. Τέτοιου τύπου αγγεία έχουν βρεθεί και στη Μήθυμνα.
Μαρμάρινο σύμπλεγμα νέων
Μαρμάρινο σύμπλεγμα εναγκαλισμένων νέων (1ος π.Χ.)
Η Λέσβος διέθετε τουλάχιστον δώδεκα λατομεία ασβεστόλιθου, που λειτουργούσαν κυρίως την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή. Παρήγαν μάρμαρο γκριζόχωρμο με πολλές φλεβώσεις και χονδρούς κρυστάλλους. Πιο γνωστό λατομείο είναι το λατομείο στην περιοχή της Μόριας, με εννέα τουλάχιστον εξορυκτικά μέτωπα.
Στη Λέσβο, συγκριτικά με άλλα νησιά του Αιγαίου, έχει σωθεί περιορισμένος αριθμός αγαλμάτων, με πιθανή αιτία καταστροφής την ασβεστοποίησή τους σε μεταγενέστερους χρόνους για την εξαγωγή φθηνού δομικού υλικού. Τα εργαστήρια μαρμαρογλυπτικής που λειτουργούσαν στο νησί διακρίνει η εκλεκτικιστική διάθεση, δηλαδή η προσαρμογή των παγιωμένων εικονογραφικών τύπων στις τοπικές προτιμήσεις και παραδόσεις, ώστε να δημιουργούνται νέα πρωτότυπα έργα.
Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα γλυπτά του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης σημαντική θέση έχει το μαρμάρινο σύμπλεγμα εναγκαλισμένων νέων, πιθανώς του 1ου αιώνα π.Χ., που προέρχεται από τη Συλλογή Απόστολου Σημαντήρη. Το γλυπτό είναι κατασκευασμένο από το τοπικό λεσβιακό, γκριζόλευκο και χονδρόκοκοκκο κρυσταλλικό μάρμαρο. Δύο ημίγυμνοι νέοι στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, ο νεαρός στα αριστερά και η νεαρή στα δεξιά. Ο νέος, προφανώς μελλέφηβος, έχει ψιλόλιγνη κορμοστασιά, ενώ η νεάνιδα είναι έφηβη, όπως δηλώνει και η διάπλαση του σώματός της. Το επάνω τμήμα του κορμού της στρέφεται ελαφρά, όπως και το κεφάλι της, προς τον σύντροφό της. Το δεξιό χέρι της φέρεται στην πλάτη του για να τον εναγκαλιστεί από τη μέση ενώ με το αριστερό λυγισμένο κρατά την άκρη του ιματίου, που τυλίγει και τις δύο μορφές.
Πήλινο ειδώλιο Έρωτα
Πήλινο ειδώλιο καθιστού Έρωτα από το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη της Μυτιλήνης (1ος αιώνας π.Χ. – 1ος αιώνας μ.Χ.)
Οι αρχαιότερες μαρτυρίες για τη λατρεία της Αφροδίτης στη Λέσβο προέρχονται από τους αρχαϊκούς ποιητές της και μάλιστα από τα αποσπάσματα της Σαπφούς, όπου αναφέρεται ως «Κύπρις, Κυπρογένεια, Κυθέρια». Πολύ πρώιμα συνδέθηκε με τον ήρωα Άδωνη, ενώ αντίθετα η Πειθώ, που σε άλλες περιοχές παρουσιάζεται ως υπόσταση της θέας, εδώ αποτελεί ξεχωριστή οντότητα.
Οι ανασκαφικές έρευνες στην πόλη της Μυτιλήνης έχουν αποκαλύψει ιερό της θεάς στη θέση Κιόσκι στο λόφο του Κάστρου, το οποίο ο Αλκαίος τοποθετεί «ες κορύφαν πόληος» (στην κορυφή της πόλης), ενώ τα επιγραφικά κείμενα και οι φιλολογικές πηγές μαρτυρούν θέση ιερών και λατρεία της θεάς στις ευρύτερες περιοχές της Πύρρας, της Ερεσού και της Μυτιλήνης. Περαιτέρω ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή του ιερού έφεραν στο φως στον χώρο ανέγερσης του νέου κτιρίου του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, λείψανα που συνδέθηκαν με το ιερό της Αφροδίτης, όπως βωμό στον τύπο της εσχάρας και πάμπολλα κινητά ευρήματα, κυρίως ειδώλια Αφροδίτης και Ερωτιδέων.
Το πήλινο ειδώλιο καθιστού Έρωτα σε βράχο προέρχεται από το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη της Μυτιλήνης και χρονολογείται στην πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο (1ος αιώνας π.Χ. – 1ος αιώνας μ.Χ.). Βρέθηκε μέσα σ’ ένα πηγάδι-αποθέτη το 1988, κατά τη διενέργεια σωστικής ανασκαφικής έρευνας στο οικόπεδο Παιδικής Μέριμνας-Ορφανοτροφείου στην πόλη της Μυτιλήνης (σημερινό κτίριο Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής).
Η μορφή εικονίζεται καθιστή σε βράχο, στραμμένη κατά τρία τέταρτα προς τα αριστερά. Από την θέση του αριστερού χεριού φαίνεται ότι κρατούσε κάποιο αντικείμενο ή μορφή προς την οποία κοιτάζει. Το λυγισμένο και μετατοπισμένο προς τα πλάγια και εμπρός δεξιό χέρι φαίνεται ότι κρατούσε το ίδιο αντικείμενο ή την ίδια μορφή. Το παιδικό πρόσωπο είναι παχύ με μεγάλα μισόκλειστα μάτια, τονισμένα βλέφαρα και μισάνοιχτο στόμα με σαρκώδη χείλη. Τα μαλλιά πλαισιώνουν το πρόσωπο μέχρι τους κροτάφους με πλαστικούς βοστρύχους και στολίζονται με ανάγλυφο φύλλο από στεφάνι. Στην πλάτη της μορφής υπάρχει εγχάρακτη επιγραφή ΕΥΦΡΟ. Στα φτερά υπάρχουν ίχνη χρυσού.
Το πήλινο ειδώλιο Έρωτα είναι δείγμα της ακμάζουσας ειδωλοπλαστικής των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων στη Λέσβο και αποτελεί ένα από τα πιο ευφάνταστα και σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα από ιερά της πόλης της Μυτιλήνης.
Το ψηφιδωτό του Τήλεφου
Ψηφιδωτό από την οικία του Τήλεφου (1ος – 2ος αιώνα μ.Χ. )
Μετά την επέκταση της πόλης της Μυτιλήνης πέραν του Ευρίπου, που αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ της παλαιάς και της νέας τάξης πραγμάτων, οι πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις εγκαταστάθηκαν στην ανατολική και τη νότια πλευρά του λόφου της Αγίας Κυριακής. Οι πολυτελείς επαύλεις, που αποκαλύφθηκαν κατά τις σωστικές ανασκαφές σε οικόπεδα και σε δημόσια έργα, είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες της σημαντικής οικονομικής άνθησης στη Μυτιλήνη από τον 2ο αιώνα π.Χ. και εξής.
Ο τύπος των σπιτιών ποικίλλει ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Συνήθως γύρω από μια ορθογώνια αυλή με πηγάδι ή δεξαμενή ανοίγονται πολυτελή δωμάτια με ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες. Στα πιο σημαντικά και αγαπητά ψηφιδωτά δάπεδα ανήκει το ψηφιδωτό δάπεδο του κυρίως δωματίου της λεγόμενης οικίας του Τήλεφου, που χρονολογείται στον 1ο -2ο αιώνα μ.Χ.
Ο Τήλεφος με τη μητέρα του, Αύγη, ψηφιδωτό από την οικία του Τήλεφου (1ος – 2ος αιώνα μ.Χ. )
Εικονίζεται σε μετάλλιο η άφιξη του βασιλιά Τήλεφου, γιου του Ηρακλή, στη μικρασιατική παραλία, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Η μητέρα του, Αύγη, τον κρατά μικρό, καθώς βγαίνει από το κουτί με το οποίο ταξίδεψε στα κύματα από τις ακτές της Πελοποννήσου. Οι ψαράδες, που βρήκαν και άνοιξαν την κιβωτό, κοιτάζουν με έκπληξη την γυναίκα που βγαίνει. Οι παραστάσεις της θαλάσσιας πανίδας, οι ιχθυοκένταυροι και οι Νηρηίδες υποδηλώνουν το θαλάσσιο περιβάλλον ενώ η εύφορη γη της μικρασιατικής ακτής υποδηλώνεται με πλούσιο κισσό και πουλιά. Το πλαίσιο του ψηφιδωτού συμπληρώνεται με γεωμετρικά σχήματα με υπόλευκες και γκρίζες ψηφίδες.
Το ψηφιδωτό του Ορφέα από την οικία του Μενάνδρου
Ψηφιδωτό δάπεδο από την οικία του Μενάνδρου με τον Ορφέα ενώ παίζει λύρα (3ος μ.Χ.)
Η λεγόμενη οικία του Μενάνδρου βρίσκεται στον Προσφυγικό Συνοικισμό της Μυτιλήνης, στη θέση Χωράφα, 500 μ. ανατολικά του αρχαίου θεάτρου. Πρόκειται για λείψανα οικοδομής με ενδιαφέροντα ψηφιδωτά δάπεδα, πολύ χαρακτηριστικά για την τεχνοτροπία των Ρωμαϊκών χρόνων και κυρίως για τα θέματα των παραστάσεων. Οι εσωτερικοί χώροι του κτιρίου πλαισιώνουν μια ορθογώνια υπαίθρια αυλή, γύρω από την οποία υπάρχουν δωμάτια και στοά με ψηφιδωτά δάπεδα, ανοιχτή στον υπαίθριο χώρο. Το δωμάτιο με το ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση του Ορφέα μέσα σε οκταγωνικό πλαίσιο ήταν το επισημότερο και χρονολογείται στον 3ο αιώνα μ.Χ. Ο ήρωας, ντυμένος με χειριδωτό χιτώνα, πέπλο, φρυγικά υποδήματα και σκούφο είναι καθισμένος σε βράχο και παίζει την λύρα του, γοητεύοντας τα ζώα.
Ο Ορφέας ήταν μεγάλος μουσικός και επικός ποιητής, γιος του Θράκα άρχοντα Οίαγρου και της Μούσας Ευριδίκης. Ήταν εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Συνδέεται στενά με τις πηγές, μετά το διαμελισμό του από τις Μαινάδες στα Πιέρια όρη, τα κύματα έφεραν το κεφάλι του στην Άντισσα και στην Μυτιλήνη τη λύρα του. Μαζί του έφτασε στη Λέσβο και η λυρική ποίηση.
Πορτρέτο του Μενάνδρου σε ψηφιδωτό δάπεδο (3ος μ.Χ.)
Στο δωμάτιο για τις ανάγκες των συνδαιτυμόνων των συμποσίων σώζεται ψηφιδωτό δάπεδο, στο οποίο εικονίζεται ο Μένανδρος σε προτομή, η μούσα Θάλεια με τα σύμβολά της, δηλαδή κωμική προσωπεία και ράβδο, και οκτώ πλαίσια με σκηνές από κωμωδίες του Μενάνδρου. Επιγραφές επιτρέπουν την ταύτιση των έργων και των προσώπων που απεικονίζονται.
Ο Μένανδρος (342/1- 292/291 π.Χ.) ήταν μεγάλος δραματικός ποιητής της αρχαιότητας, κύριος εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας και μαθητής του φιλόσοφου Θεόφραστου. Τα έργα του Μενάνδρου, τα οποία παρουσιάστηκαν μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου προέβαλαν τα ιδανικά της Ελληνιστικής εποχής.
Το ψηφιδωτό της οικίας του Ευρίπου
Ψηφιδωτό δάπεδο από την οικία του Ευρίπου (2ος -3ος αιώνας μ.Χ.)
Η πολυτελής οικία του Ευρίπου βρίσκεται επίσης στον λόφο της Αγίας Κυριακής. Η φυσική κλίση του εδάφους επέτρεψε τη δημιουργία της υπόγειας, λιθόστρωτης δεξαμενής με τοξωτή οροφή. Το ψηφιδωτό του αιθρίου έχει ως κεντρικό θέμα τη μορφή του αγένειου νεαρού, θαλάσσιου δαίμονα σε μετάλλιο εγγεγραμμένο σε ρόμβο ενώ τα δελφίνια και τα αστακοπόδαρα στα μαλλιά του υποδηλώνουν τη θαλάσσια υπόστασή του. Ο χαρακτήρας και ο τύπος της παράστασης επιτρέπουν να ερμηνευθεί ως ο Εύριπος, η πιο σημαντική περιοχή της πόλης της Μυτιλήνης ή ως ο Πυρραίων Εύριπος (κόλπος Καλλονής) με τα πλούσια αλιεύματα.
Πορτρέτο πιθανώς του Ευρίπου (2ος – 3ος αιώνας μ.Χ.)
Στις γωνίες του ρόμβου εικονίζονται οι τέσσερις εποχές (ανδρικές και γυναικείες φτερωτές μορφές) με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους: Τα στάχυα για το Καλοκαίρι, τα φρούτα για το Φθινόπωρο, τα άνθη και τα πράσινα φύλλα για την Άνοιξη και το σκυθρωπό πρόσωπο με το βαρύ ιμάτιο για το Χειμώνα ενώ την είσοδο του σπιτιού φύλαγε ο αγριωπός δράκος.
Για την απόδοση των παραστάσεων χρησιμοποιήθηκαν οι αποχρώσεις του γκρι, του ρόδινου, του πράσινου και του κίτρινου από τον εξαιρετικής ευαισθησίας καλλιτέχνη με την παιδεία της πλούσιας ελληνιστικής παράδοσης, μολονότι τα ψηφιδωτά από την τεχνοτροπία και την ανασκαφική στρωματογραφία χρονολογούνται στον 2ο -3ο αιώνα μ.Χ.
Τα ανάγλυφα του θράκα ιππέα
Μαρμάρινο ανάγλυφο με παράσταση έφιππου αφηρωισμένου νεκρού σε ναΐσκο (2ος π.Χ.)
Τα επιτύμβια ανάγλυφα με παράσταση ιππέων, λόγω της ευρείας διάδοσής τους κυρίως στη Θράκη είναι γνωστά ως «Ανάγλυφα του θράκα ιππέα». Παρουσιάζουν έφιππο τον αφηρωισμένο νεκρό, ως κυνηγό έτοιμο να κτυπήσει το θήραμά του ή ήρεμο μπροστά σε βωμό ενώ δεν λείπουν οι απεικονίσεις του νεκρού όρθιου να κρατά τα χαλινάρια του αλόγου του. Την παράσταση κατά κανόνα πλαισιώνουν δέντρο με φίδι, κουλουριασμένο στον κορμό, που αποτελεί χθόνιο σύμβολο, σκύλος, αγριογούρουνο, θεραπαινίδες και άλλες μορφές που συνοδεύουν τον νεκρό. Επιγραφή με το όνομα του νεκρού, που συνοδεύεται με τις λέξεις ΗΡΩΣ, ΗΡΩΣ ΕΠΙΦΑΝΗΣ, ΝΕΟΣ ΗΡΩΣ, συνήθως είναι χαραγμένη στα ανάγλυφα.
Η μεγάλη ακμή τους τοποθετείται στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια. Στην κατηγορία αυτή των επιτύμβιων αναγλύφων συνήθως απεικονίζονται ανδρικές μορφές ως αφηρωισμένοι νεκροί ενώ σπάνια η παράσταση της αφηρωισμένης έφιππης νεκρής, όπως στο ανάγλυφο από την αρχαία πόλη της Λέσβο, την Έρεσο. Το πρώτο μαρμάρινο ανάγλυφο με παράσταση έφιππου αφηρωισμένου νεκρού σε ναΐσκο χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ. ενώ το μαρμάρινο επιτύμβιο ανάγλυφο με παράσταση έφιππης αφηρωισμένης νεκρής ανάγεται στον 1ο αιώνα π.Χ. -1ο αιώνα μ.Χ.
Οι επιλογές του διευθυντή
Αίθουσα του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης
Τα κοσμήματα μιας νέας γυναίκας
Από τα πιο αγαπητά ευρήματα που φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης είναι το ταφικό σύνολο, που βρέθηκε στο πλαίσιο των εκσκαφικών εργασιών του έργου του βιολογικού καθαρισμού του δημοτικού διαμερίσματος Ευεργέτουλα στο χωριό Ίππειος της Λέσβου. Πρόκειται για έναν ασύλητο γεωμετρικό τάφο του β΄ μισού του 8ου αιώνα π.Χ. με χρυσά κοσμήματα και ακέραια αγγεία.
Χρυσά σκουλαρίκια από τον τάφο νεαρής γυναίκας (750-700 π.Χ.)
Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε κοντά στον κεντρικό τομέα του χωριού και σε βάθος 1,50 μ. από την επιφάνεια του οδοστρώματος ένα μοναδικό και σπάνιο ταφικό σύνολο για την Ιστορία και την Αρχαιολογία των πρώιμων ιστορικών χρόνων της Λέσβου. Πρόκειται για κτιστό κιβωτιόσχημο τάφο από σχιστόλιθο, εντός του οποίου αποκαλύφθηκε σε ύπτια στάση μία ασύλητη ταφή, πιθανώς νεαρής γυναίκας, που χρονολογείται περίπου στα 750-700 π. Χ. Ο σκελετός ήταν τοποθετημένος στο επίπεδο δάπεδο σε εκτενή στάση και έφερε πολλαπλά τραύματα ενώ το κρανίο είχε σοβαρά συμπιεστικά κατάγματα, που πιθανότατα επέφεραν τον θάνατό της, πιθανώς από σοβαρό ατύχημα, όπως σεισμό. Ένα αριστερό λιθοειδές οστό εμβρύου ηλικίας 30 περίπου εβδομάδων, που σώθηκε στην περιοχή της κοιλιάς της νεκρής αποδεικνύει ότι ήταν έγκυος πριν ξεψυχήσει. Ένα ανεστραμμένο αγγείο κάλυπτε την περιοχή αυτή. Πιθανώς η νέα γυναίκα, ηλικίας 21 έως 25 ετών, είχε ήδη γεννήσει και άλλο ή και άλλα παιδιά, όπως φαίνεται από τη μελέτη των λαγονίων οστών.
Χρυσά σκουλαρίκια από τον τάφο νεαρής γυναίκας (750-700 π.Χ.)
Την νεκρή συνόδευαν πέντε πήλινα τεφρά αγγεία πόσεως, πιθανώς λεσβιακού εργαστηρίου, όπως ένα κύπελλο-κρατηρίσκος, μία βαθειά και ρηχή λεκάνη, δύο πρόχοι, καθώς και κοσμήματα στο ύψος της λεκάνης και της κεφαλής, όπως χρυσά και χάλκινα, καθώς και μία οστέϊνη περόνη. Τα χρυσά κοσμήματα περιλαμβάνουν δύο σκουλαρίκια κατασκευασμένα από λεπτά φύλλα χρυσού με την τεχνική της κοκκίδωσης, μεγάλη αμφικωνική χάνδρα, καθώς και χάλκινη χάνδρα, πιθανώς από περιδέραιο. Βόρεια της ταφής εντοπίσθηκε μία κτιστή από σχιστόλιθους θήκη, η οποία περιείχε έναν πήλινο τεφρό αμφορέα με το λίθινο πώμα του, καθώς και μια ρηχή πήλινη λεκάνη.
Τα κοσμήματα αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της τέχνης της χρυσοχοΐας των πρώιμων ιστορικών χρόνων που αναπτύσσεται δειλά κατά τον 8ο αιώνα στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα και αποκορυφώνεται τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Επισημαίνεται ότι πρώτη φορά ανασκάφθηκε στη Λέσβο γεωμετρικός τάφος του ύστερου 8ου αιώνα π.Χ..
Ο αρχαίος ληνός
Η θέση εύρεσης του αρχαίου ληνού για την παραγωγή λαδιού (2ος – 6ος μ.Χ.)
Ξεχωριστό αρχαιολογικό ανασκαφικό εύρημα, ιδιαίτερα αγαπητό αποτελεί ο αρχαίος ληνός, που εκτίθεται σε αίθριο στο Νέο Κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης. Αποτελούσε μέρος ενός αρχαίου ελαιοτριβείου, που βρέθηκε και ανασκάφτηκε το 2014-5 στη θέση «Καμπιόστα» Πηγής Λέσβου. Το αρχαίο ελαιοτριβείο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου συγκροτήματος αγροτικο-βιοτεχνικού χαρακτήρα. Η λειτουργία του εκτείνεται χρονολογικά από την υστερορωμαϊκή έως και την παλαιοχριστιανική περίοδο ενώ διακρίνονται τρία στάδια οικοδομικών επεμβάσεων. Στην τελευταία φάση μάλιστα, τον 6ο αιώνα μ.Χ., το ελαιοτριβείο απέκτησε και δεύτερο όροφο.
Στην αρτιότερη μορφή του ο ληνός διέθετε έναν μεγάλο ορθογωνιόσχημο αύλειο χώρο, που χρησίμευε για τη συγκέντρωση και το στέγνωμα των ελαιοκάρπων. Γύρω από τον αύλειο χώρο διατάσσονταν οι κύριες εγκαταστάσεις και οι αποθηκευτικοί χώροι του ελαιοτριβείου. Στα βόρεια υπήρχε ένα επίμηκες δωμάτιο με τον ελαιόμυλο-τραπητή, καθώς και ένας μεγάλος αποθηκευτικός χώρος με πίθους. Στα νότια βρισκόταν το πλακοστρωμένο δωμάτιο με το ελαιοπιεστήριο (τον ληνό του Μουσείου Μυτιλήνης) και ένας δεύτερος αποθηκευτικός χώρος με πίθους.
Οι ελαιόκαρποι μεταφέρονταν στο ελαιοτριβείο, όπου πλένονταν και απλώνονταν στον κεντρικό αύλειο χώρο για να στεγνώσουν. Στο πρώτο στάδιο, οι ελιές τοποθετούνταν στον ελαιόμυλο-τραπητή για να αλεστούν. Ο τραπητής αποτελούνταν από μία ημισφαιρική λεκάνη, μέσα στην οποία περιστρέφονταν με μοχλό δύο μυλόπετρες. Η άλεση των ελαιοκάρπων προκαλούσε τη σύνθλιψη και πολτοποίηση της σάρκας τους.
Το αρχαίο ελαιοτριβείο «τοποθετημένο» στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο
Ο ελαιοπολτός που προέκυπτε τοποθετούνταν σε ειδικούς τρίχινους σάκους (τσουπιά), οι οποίοι στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο στην κυκλική βάση συμπίεσης (ληνό) του ελαιοπιεστηρίου, το οποίο λειτουργούσε με τη βοήθεια μακρόστενης ξύλινης δοκού και μηχανισμό κοχλία. Το ένα άκρο της δοκού ήταν εντοιχισμένο, δηλαδή καλά στερεωμένο και αγκιστρωμένο στον τοίχο του δωματίου και το άλλο άκρο διέθετε μηχανισμό, ο οποίος συγκρατούνταν στο έδαφος με μεγάλο λίθινο βάρος. Ο μηχανισμός του κοχλία αποτελούνταν από μία μεγάλη βίδα, που περιστρεφόταν με τη βοήθεια λαβής. Με την περιστροφική κίνηση του κοχλία, η δοκός χαμήλωνε και λειτουργούσε σαν μια μεγάλη πρέσα που ασκούσε την απαραίτητη πίεση στους σάκους του ληνού, προκαλώντας κατά συνέπεια τη συμπίεση του ελαιοπολτού και την εξαγωγή του λαδιού, το οποίο έρρεε από τους σάκους μέσα στο υποκείμενο πιθάρι (υπολήνιο).
Το ελαιόλαδο που παραγόταν, διαχωριζόταν από τα υγρά υπολείμματά του, το νερό και τους πρώτους πικρούς χυμούς (αμόργη) ενώ η φύλαξη και αποθήκευσή του γινόταν σε μεγάλα αγγεία (πίθους) στον παρακείμενο αποθηκευτικό χώρο του ελαιοτριβείου.
Οι μεσαιωνικές χειροβομβίδες
Γυάλινες χειροβομβίδες του 14ου-15ου αιώνα
Η ανακάλυψη του φυσητού γυαλιού κατά το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης έδωσε τη δυνατότητα στους υαλουργούς της αρχαιότητας να αναπτύξουν δυναμικά και μαζικά την παραγωγή γυάλινων αντικειμένων, που ως τότε θεωρούνταν είδη πολυτελείας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Στράβων στα Γεωγραφικά του, το κόστος και η αξία του φυσητού γυαλιού ήταν τόσο χαμηλή, ώστε θα μπορούσε κανείς να αγοράσει φυσητό γυαλί μόνο με ένα ρωμαϊκό δηνάριο. Με τον τρόπο αυτό τα φυσητά γυάλινα αγγεία αποκτούν κατά τους ρωμαϊκούς και μεταρωμαϊκούς χρόνους καθαρά χρηστικό χαρακτήρα.
Στο κάστρο της Μυτιλήνης ανευρέθησαν κοντά στην πυριτιδαποθήκη πάνω από εκατό σχεδόν ακέραιες γυάλινες, φυσητές χειροποίητης χειροβομβίδες από παχύ ημιδιαφανές βαθυπράσινο ή ερυθρό γυαλί, που πολλές φορές φέρουν ένθετη χρωματιστή διακόσμηση, πιθανώς αποτέλεσμα της χημικής διεργασίας που πραγματοποιείται με τη χρήση ανακυκλωμένου γυαλιού ή γυαλιού σε αχρηστία στην πρώτη ύλη.
Οι χειροβομβίδες χρονολογούνται κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Έχουν έντονα σφαιρικό σώμα, χαμηλό στενό λαιμό και πλατύ χείλος, ενώ σε ορισμένες από αυτές σώζεται το φυτίλι για το προσάναμμα και την διαρωγή του χοντρού γυαλιού, που όταν εκτοξευτεί με ισχυρή ώθηση και θρυμματιστεί αποτελεί θανάσιμο πλήγμα με το ωστικό κύμα υαλοθραυσμάτων που δημιουργείται προς τον αντίπαλο. Παρόμοιες γυάλινες χειροβομβίδες έχουν βρεθεί στη Χίο και στα Χανιά ενώ πήλινες χειροβομβίδες έχουν επίσης βρεθεί στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου.
Άποψη του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης
Βιογραφικό
Ο Παύλος Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στην Πάτρα. Αποφοίτησε το 1988 από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με ειδίκευση στην Αρχαιολογία, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης (1991) ύστερα από υποτροφία του Αυστριακού Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1998) με θέμα διδακτορικής διατριβής «Τα γυάλινα αντικείμενα από τη Μινώα Αμοργού. Συμβολή στη μελέτη της υαλουργίας στις Κυκλάδες κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο». Πραγματοποίησε επίσης μεταδιδακτορικές σπουδές στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών υπό την εποπτεία της καθηγήτριας Λυδίας Παλαιοκρασσά με θέμα «Το παρροδιακό ιερό του Αταβυρίου Διός στο όρος Ατάβυρος της ν. Ρόδου» ενώ έλαβε μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών από το Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο με ειδίκευση στην Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων, καθώς και στην Πολιτιστική Διαχείριση.
Ο Παύλος Τριανταφυλλίδης εργάσθηκε ως επιστημονικός συνεργάτης των πανεπιστημιακών ανασκαφών της καθηγήτριας Λίλας Μαραγκού στην Αμοργό και στη Ρόδο, καθώς και σε πλήθος σωστικών ανασκαφών κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία στα Δωδεκάνησα με έδρα τη Ρόδο. Μετά την επιτυχία του στις εξετάσεις των αρχαιολόγων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, εργάσθηκε από το 1991 έως και το 2011 ως αρχαιολόγος στην ΚΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου στην οποία υπηρέτησε και ως Προϊστάμενος Τμήματος Αρχαιολογικών Χώρων με ανασκαφές στο ακριτικό Αγαθονήσι, στο ιερό του Ερεθιμίου Απόλλωνος στο Θεολόγο Ρόδου καθώς και στο ιερό του Αταβυρίου Διός, αρχαιολογικές θέσεις που ανέδειξε μετά από την διαχείριση και υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, τα οποία είχε υπό την ευθύνη του.
Από το 2011 έως και 2014 τοποθετείται Προϊστάμενος του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αιγαιακών Σπουδών με ανασκαφές σε Ρόδο και Κω, συνεχίζοντας παράλληλα την ερευνητική δραστηριότητά του. Μετά το 2014 έως και σήμερα υπηρετεί ως προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου με χωρική αρμοδιότητα τη Λέσβο, Λήμνο και Άγιο Ευστράτιο και ως αναπληρωτής προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σάμου και Ικαρίας με χωρική αρμοδιότητα τη Σάμο, Ικαρία και Φούρνους. Διεξάγει τα τελευταία έτη νέες συστηματικές ανασκαφές στην αρχαία πόλη της Ηφαιστίας στην ακριτική Λήμνο, καθώς και στην αρχαία Άντισσα της Λέσβου.
Κάτοχος πολλών υποτροφιών που απέκτησε κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών του σπουδών, όπως του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτο στο Βερολίνο, του Ιδρύματος Shelby White and Leon Levy του Πανεπιστημίου Harvard και του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας, εξέδωσε πλήθος επιστημονικών άρθρων και σημαντικών μονογραφιών με έμφαση στην έρευνα του αρχαίου γυαλιού, στην αρχαία τοπογραφία και μεταλλοτεχνία.
Ο αρχαιολόγος Παύλος Τριανταφυλλίδης σε παρουσίαση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τι να δω στο Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών – Γράφει η αρχαιολόγος δρ Αγγελική Κοτταρίδη
Τι να δω στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης – Γράφει η αρχαιολόγος δρ Αναστασία Γκαδόλου
Τι να δω στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών – Γράφει η αρχαιολόγος Αθανασία Ψάλτη