Το εξάμηνο του Σκρουτζ και οι γρίφοι των Χανίων
Τα μέτρα του προϋπολογισμού βοήθησαν να επικρατήσει το πνεύμα των εορτών στην κοινοβουλευτική ομάδα. Πώς επηρεάζει η αλλαγή κλίματος την επιλογή Μητσοτάκη για την προεδρία.
Ιούνιος του 2024. Το βράδυ των ευρωεκλογών σήμαναν πολλαπλά καμπανάκια στο Μέγαρο Μαξίμου. Αυτή η εκλογική αναμέτρηση ήταν η πρώτη από το 2016, οπότε ανέλαβε πρόεδρος της Ν.Δ. ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που το κόμμα του κατέγραφε αισθητή υποχώρηση και έδειχνε να έχει απολέσει μόλις σε ένα χρόνο τη δυναμική που του είχαν δώσει οι εθνικές εκλογές του 2023. Με την απόσταση των έξι μηνών που μας χωρίζουν πλέον από τις εκλογές αυτές, κυβερνητική πηγή παραδέχεται στην «Κ» πως αυτό «ήταν το πιο δύσκολο εξάμηνο για την κυβέρνηση», καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη «βίωσε καταστάσεις που μέχρι τότε ήταν άγνωστες» με επίκεντρο δύο κυρίως άξονες: Πρώτον, αμφισβήτηση με εστίαση τον πυρήνα της πολιτικής της. Η κριτική εστίαζε στο ότι «έχει χάσει τόσο την ορμή της» όσο και τον «μεταρρυθμιστικό της οίστρο», ενώ την ίδια ώρα έδινε την εντύπωση πως παλινδρομεί μεταξύ Κέντρου και Δεξιάς, έχοντας τελικά διαρροές και προς τις δύο πλευρές. Δεύτερον, από τον Ιούνιο έως σήμερα, το Μαξίμου αντιμετώπισε για πρώτη φορά εσωκομματική αντιπολίτευση. Βουλευτές, ιδίως της παραδοσιακής πτέρυγας, για πρώτη φορά άσκησαν δημόσια κριτική και δημιούργησαν ουκ ολίγες φορές αμηχανία και νεύρα στην κυβέρνηση, με τη διαγραφή Σαλμά να ήταν απλώς το ορεκτικό, αφού ακολούθησε η ηχηρή διαγραφή Σαμαρά, που δημιούργησε την αίσθηση πως οι μετασεισμοί της μπορούν να ταρακουνήσουν την κυβέρνηση.
Από το καλοκαίρι, οι μετρήσεις που έφταναν στο νεοκλασικό της Ηρώδου Αττικού αποτύπωναν τα σημάδια, που «δεν ήταν καλά». Ο κ. Μητσοτάκης, παρά τη δεδομένη ανησυχία, δεν έδειξε να χάνει την ψυχραιμία του και, ζυγίζοντας τις κινήσεις του, άρχισε να στρίβει το καράβι. Ενώ τον πρώτο χρόνο της δεύτερης θητείας έδωσε βάση σε σημαντικά μεν θέματα, που όμως «δεν αφορούν τον πολύ κόσμο», όπως η επιστολική ψήφος και η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, το τελευταίο εξάμηνο άρχισε να εστιάζει σε πολιτικές που μπορούν να επηρεάσουν άμεσα στους πολίτες, με έμφαση στην περαιτέρω μείωση των φόρων. Τα εγκαίνια του μετρό Θεσσαλονίκης, πριν από τρεις εβδομάδες, αποτέλεσαν σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές ένα σημείο-τομή, μια «επικεφαλίδα», καθώς «αποκατέστησαν έως ένα βαθμό την εμπιστοσύνη κράτους – πολιτών». Την ίδια ώρα, ο κ. Μητσοτάκης μετά τις ευρωεκλογές άρχισε να δίνει μεγάλη έμφαση σε μια άλλη ανοιχτή πληγή της κυβέρνησής του: τη σχέση με τους βουλευτές, καθώς αυτή έμοιαζε να εκτροχιάζεται.
Μόλις δύο μήνες μετά το κακό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, ο κ. Μητσοτάκης έδειξε να παίρνει το μήνυμα «για περισσότερη σημασία στη βάση», επιλέγοντας ένα πρόσωπο για τη θέση του επιτρόπου που πολλοί έλεγαν ότι «δεν του ταιριάζει», αφού δεν ήταν τεχνοκράτης αλλά «καθαρόαιμος» πολιτικός. Ο κύβος όμως είχε ριφθεί, με την επιλογή Τζιτζικώστα να στέλνει πολλαπλά μηνύματα, μια και ο κ. Μητσοτάκης επέλεγε έναν πολιτικό από μια δύσκολη εκλογικά περιοχή, τη Μακεδονία, όπου η Ν.Δ. έχει να αντιμετωπίσει σκληρό ανταγωνισμό από τα κόμματα στα δεξιά της. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Η τακτική του Μαξίμου ήταν διαρκώς εστιασμένη στο πώς θα φέρει πιο κοντά την κοινοβουλευτική ομάδα. Ο χειρισμός όλους αυτούς τους μήνες «και ειδικά μετά τη διαγραφή Σαμαρά» ήταν μια πολιτική κατευνασμού της Κ.Ο. με στόχο να «μη χαρίσουμε βουλευτές», όπως είχε πει ο πρωθυπουργός μετά τη διαγραφή του Μεσσήνιου, κάτι που φάνηκε από την πρωτοβουλία να καλέσει για πρώτη φορά, την περασμένη Τρίτη, όλους τους βουλευτές στο Μαξίμου για… χριστουγεννιάτικες ευχές.
Εσχάτως, στην εκτόνωση της έντασης βοήθησε, λένε, και η αποχώρηση του Αλέξη Πατέλη από το Μαξίμου, καθώς ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού είχε στοχοποιηθεί ως τεχνοκρατικό «ξένο σώμα» από τους κομματικούς. Περισσότερο, όμως, βάρυναν τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό. Ο μηδενισμός των χρεώσεων στις ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές και το επίδομα επικινδυνότητας στους ενστόλους συσπείρωσαν τους βουλευτές. «Μετά έξι μήνες θα έχουμε κάτι να πούμε στις εκλογικές μας περιφέρειες», ήταν το σχόλιο που απηχούσε το κλίμα στην κοινοβουλευτική ομάδα. Οι πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού θεωρείται ότι έκλεισαν ουσιαστικά έναν κύκλο εξάμηνης εσωστρέφειας και έδειξαν πως η κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην πολιτική σκακιέρα. Ενδεικτικό είναι ένα πηγαδάκι που στήθηκε το βράδυ της ψήφισης του προϋπολογισμού στη Βουλή μεταξύ τεσσάρων βουλευτών της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. «Τα μέτρα δεν είναι απλώς καλά, είναι εξαιρετικά. Ο Πατέλης έφυγε από το Μαξίμου και ο πρωθυπουργός δεν φαίνεται ότι θα προτείνει την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ξανά για πρόεδρο», σχολίαζε ο βουλευτής που έχει διατυπώσει κατά καιρούς οξύτατη κριτική. «Τι άλλο θέλουμε;» αναρωτιόταν.
Με καθαρό μυαλό
Ο πρωθυπουργός θα φύγει τις επόμενες ημέρες για ολιγοήμερες διακοπές στα Χανιά, έχοντας «το καλύτερο κλίμα των τελευταίων μηνών στην Κ.Ο.» και μια αισιοδοξία πως το δύσκολο εξάμηνο έχει μείνει πίσω, καθώς ακόμη και η διαγραφή ενός πρώην πρωθυπουργού φαίνεται να περνάει χωρίς παρενέργειες. Με καλυμμένα τα εσωκομματικά του νώτα, ο πρωθυπουργός καλείται στα Χανιά να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του το όνομα του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας, που μέχρι τέλος Ιανουαρίου το αργότερο θα πρέπει να ανακοινωθεί. Πηγές που πρόσκεινται στον πρωθυπουργό λένε στην «Κ» σε κάθε τόνο πως βούλησή του είναι να βρει ένα «πρόσωπο από την αντίπαλη παράταξη» και να μη χαλάσει αυτή την παράδοση ετών, με τις ίδιες πηγές να προσθέτουν ότι «στο προφίλ του πρωθυπουργού δεν ταιριάζει ένας Πρόεδρος που θα έχει ψηφιστεί μόνο από τους βουλευτές της Ν.Δ.».
Στην προοπτική επιλογής κεντρώου προέδρου, ο κ. Μητσοτάκης έχει τρεις συμμάχους: Πρώτον, το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ δεν έχει προτείνει ακόμη πρόεδρο και φαίνεται να περιμένει να κρίνει την πρόταση της Ν.Δ., για να σταθμίσει εάν υπάρχει πεδίο συναίνεσης. Δεύτερον, οι τελευταίες μετρήσεις που δείχνουν πως η κοινή γνώμη θα ήθελε να δει στο ύπατο αξίωμα ένα μη πολιτικό πρόσωπο, τεχνοκράτη ή ακαδημαϊκό, ενισχύει την άποψη του Μητσοτάκη να αναζητήσει τέτοια λύση. Εξάλλου και η κ. Σακελλαροπούλου, την οποία επέλεξε το 2019, δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο, που δείχνει πως τέτοιες επιλογές τού αρέσουν. Ο τρίτος σύμμαχος είναι το γεγονός ότι οι τόνοι στην Κ.Ο. έχουν πέσει και ο κ. Μητσοτάκης δεν νιώθει την ίδια πίεση να εκμεταλλευθεί την προεδρική εκλογή ως μοχλό συσπείρωσης.
Κεντρώος πρόεδρος, δεξιός ανασχηματισμός
Η βούληση συνεπώς για κεντροαριστερό Πρόεδρο είναι δεδομένη, με τον κ. Μητσοτάκη να τον αναζητά –περί ορέξεως– στα βουνά ή στη θάλασσα των Χανίων. «Μόνο εάν δει αδιέξοδο θα πάει σε λύσεις εντός του κόμματός του», επισημαίνει αρμόδια πηγή, με τον κ. Τασούλα να είναι το φαβορί του plan B. Η κεντρώα επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δίνει ένα ακόμη πολιτικό πλεονέκτημα στον πρωθυπουργό. Μπορεί στον επόμενο ανασχηματισμό να στρίψει πιο εύκολα προς τα δεξιά ή προς την κομματική βάση, χωρίς να κατηγορηθεί πως το σκάφος «γέρνει» δεξιά, καθώς θα έχει προηγηθεί η κεντρώα επιλογή του Προέδρου. Με αυτή την επιλογή ο κ. Μητσοτάκης θέλει να συνεχίσει να υπηρετεί ακάθεκτος τη στρατηγική που έχει ακολουθεί από το 2019, όπου ταυτόχρονα κοιτάει και προς το κέντρο και προς τα δεξιά, κάτι που στη μεγάλη εικόνα έχει αποδώσει καρπούς διατηρώντας τη Ν.Δ. κυρίαρχη πολιτική δύναμη της χώρας. Το γεγονός άλλωστε ότι ο κ. Μαρινάκης έσπευσε μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού να κλείσει κάθε συζήτηση περί ένταξης στη Ν.Δ. των προερχόμενων από τους Σπαρτιάτες βουλευτών που ψήφισαν τον προϋπολογισμό, δείχνει ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να χάσει το «κεντρώο DNA της», όπως έλεγε χαρακτηριστικά κυβερνητική πηγή. Υπάρχει όμως μία ακόμη παράμετρος, που ενισχύει την προοπτική του «κομματικού ανασχηματισμού». Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, ο κ. Σαμαράς πρωτίστως αλλά και ο κ. Καραμανλής, «παραμονεύουν» και ο κ. Μητσοτάκης έχει ένα μεγάλο όπλο για να τους «απενεργοποιήσει« τουλάχιστον σε κομματικό επίπεδο: τους βουλευτές. Το πρώτο βήμα έγινε, καθώς όσοι πόνταραν πως κάποιοι βουλευτές θα ακολουθήσουν τον κ. Σαμαρά μετά τη διαγραφή του έπεσαν έξω, αλλά η προσπάθεια δεν σταματά εδώ. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, αυτοί που χαρακτηρίζουν τον επόμενο ανασχηματισμό ως «ανασχηματισμό των πρώην», θέλοντας να τονίσουν ότι θα δούμε βουλευτές που θεωρούνται συνομιλητές τους να μπαίνουν στο σχήμα. Ο ανασχηματισμός, πάντως, παρότι ο πρωθυπουργός διαρκώς αξιολογεί και βαθμολογεί τους υπουργούς του, δεν είναι της παρούσης και θα έρθει σε δεύτερο χρόνο, μετά τη επιλογή του Προέδρου, ίσως «και προς το καλοκαίρι». Είναι γεγονός άλλωστε πως οι ανασχηματισμοί, ούτως ή άλλως, φέρνουν γκρίνια και αναστάτωση παρά λύνουν προβλήματα, συνεπώς ο κ. Μητσοτάκης όταν αποφασίσει να κάνει κάποιες κινήσεις θα πρέπει να είναι εντελώς βέβαιος πως δεν θα ανοίξει νέες πληγές. Εξ ου και αυτή τη φορά είναι πιο πιθανό από ποτέ να δούμε να φεύγουν εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί, που δεν θα χαλάσουν τις εσωτερικές ισορροπίες.