Το TikTok περνά στην αντεπίθεση και μηνύει την κυβέρνηση των ΗΠΑ
Για να μπλοκάρει το νόμο που θα απαγόρευε τη χρήση του στις ΗΠΑ
Ένα ακόμα κεφάλαιο στην κόντρα ΗΠΑ-TikTok αναμένεται να γραφτεί, αυτή τη φορά στις δικαστικές αίθουσες, καθώς η μητρική εταιρεία της διάσημης εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης Bytedance, κατέθεσε μήνυση κατά της αμερικανικής κυβέρνησης. Σκοπός της είναι να μπλοκάρει το νόμο που υπέγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θα ανάγκαζε την εταιρεία να βρει αγοραστή για να εξασφαλιστεί η λειτουργία της πλατφόρμας στις ΗΠΑ, ή να τη σταματήσει, χάνοντας με αυτόν τον τρόπο μια αγορά 170 εκατομμυρίων χρηστών.
Η Bytedance υποστηρίζει ότι ο νόμος παραβιάζει το αμερικανικό Σύνταγμα και επικαλείται την Πρώτη Τροποποίηση για την προστασία της ελευθερίας του λόγου. Ο νόμος, που υπογράφηκε από τον Μπάιντεν στις 24 Απριλίου, δίνει στην κινεζική ByteDance προθεσμία μέχρι τις 19 Ιανουαρίου για να πουλήσει το TikTok, αλλιώς θα βρεθεί αντιμέτωπο με μια παναμερικανική απαγόρευση.
Τα επιχειρήματα του TikTok
“Για πρώτη φορά στην ιστορία, το Κογκρέσο θέσπισε ένα νόμο που θέτει ζήτημα πανεθνικής απαγόρευσης για μια πλατφόρμα διαλόγου και απαγορεύει σε κάθε Αμερικανό να
να συμμετέχει σε μια μοναδική διαδικτυακή κοινότητα με περισσότερα από 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως», γράφει το TikTok στην αγωγή που κατέθεσε. Στην αγωγή αναφέρεται ότι η πώληση «είναι απλά αδύνατη: τόσο εμπορικά, όσο τεχνολογικά και νομικά» και ότι η μεταφορά του κώδικα του TikTok στις Ηνωμένες Πολιτείες «θα απαιτούσε χρόνια ώστε να αποκτηθεί επαρκή εξοικείωση από ένα εντελώς νέο σύνολο μηχανικών».
Η αγωγή αναφέρει επίσης ότι η κινεζική κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι δε θα επιτρέψει την πώληση της τεχνογνωσίας εκείνης που αποτελεί κλειδί για την επιτυχία του TikTok στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εμπειρογνώμονες έχουν αμφισβητήσει κατά πόσον οποιοσδήποτε δυνητικός αγοραστής διαθέτει τους οικονομικούς πόρους για να αγοράσει την TikTok και κατά πόσον η Κίνα και οι κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θα ενέκριναν μια πώληση.
Η εταιρεία υποστηρίζει ότι η επίκληση ανησυχιών για την εθνική ασφάλεια δεν αποτελεί επαρκή λόγο για τον περιορισμό της ελεύθερης λόγου, και ότι το βάρος της απόδειξης βρίσκεται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να αιτιολογήσει ότι ο περιορισμός αυτός είναι δικαιολογημένος, προσθέτοντας ότι δεν έχει ανταποκριθεί σε αυτό το βάρος.
Πηγή: ΟΤ