Το τρίγωνο του διαβόλου: κυβέρνηση-καρτέλ-ξένοι επενδυτές
Ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Η ελληνική οικονομία πάντα υπέφερε από το λεγόμενο επενδυτικό κενό.
Γι’ αυτό, ήδη από το 1953 που ορθά θεωρείται ως η αρχή της μεταπολεμικής οικονομίας, επιδιώκει με κάθε τρόπο να προσελκύσει ξένα κεφάλαια για επενδύσεις. Οι επενδύσεις είναι υπόθεση sine qua non για την ανάπτυξη. Οι επενδύσεις χρηματοδοτούνται από την εγχώρια αποταμίευση. Όταν αυτή δεν επαρκεί – όπως πάντα δεν επαρκούσε στην χώρα μας – δύο τρόποι υπάρχουν. Το κράτος επενδύει δανειζόμενο και το κράτος μαζί με τον ιδιωτικό τομέα επιδιώκουν την εισαγωγή ξένων κεφαλαίων.
Σήμερα προσπαθούμε να συντηρήσουμε ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2%-2,5%. Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι της τάξης του 20%-22% του ΑΕΠ – ήτοι κάτι μεταξύ 48 και 52 δις. ευρώ. Στην πράξη, οι επενδύσεις για το 2024 δεν θα ξεπεράσουν τα 35 δις., οι καθαρές επενδύσεις (δηλαδή η καθαρή αύξηση χωρίς τις αποσβέσεις τα 30 δις., κι αυτό χωρίς να υπολογίζουμε πόσες από τις επενδύσεις αυτές αφορούσαν αύξηση του παραγωγικού δυναμικού ή έστω οδηγούσαν σε αύξηση της παραγωγικότητας και πόσες ήταν για εξαγορές και συγχωνεύσεις που δεν οδηγούν υποχρεωτικά στις προηγούμενες δύο θετικές επιπτώσεις. Πιο συχνά, μάλιστα, απλά οδηγούν σε αύξηση χρεών.
Δεύτερη απλή διαπίστωση, η φύση του καπιταλισμού του 21ου αιώνα είναι να επιδιώκει την μεγιστοποίηση των βραχυχρόνιων κερδών. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που εξηγεί διαχρονικά την εξαιρετικά χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας στην Δύση—συμπεριλαμβανόμενης και της χώρας μας. Τα άμεσα κέρδη μεγιστοποιούνται εν πολλοίς με χρηματοπιστωτικά εργαλεία και αυτό είναι σε βάρος του εκσυγχρονισμού και της δημιουργίας παραγωγικού δυναμικού – που συμβάλει τα μέγιστα στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Για να πετύχει τους στόχους του, ο σύγχρονος καπιταλισμός επιδιώκει να λειτουργεί σε μη ανταγωνιστικό περιβάλλον, με ελάχιστη κρατική παρέμβαση (καμία θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν). Με τον τρόπο αυτό μπορεί να επιβάλει υψηλές τιμές και ταυτόχρονα να επιβαρύνει τον δημόσιο τομέα, δηλαδή τους φορολογούμενους, με δικά του κόστη (externalities). Θέλει, δηλαδή, να λειτουργεί – και πράγματι λειτουργεί—σε αγορές μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές. Επειδή τα μονοπώλια είναι εύκολα ευάλωτα σε επιθέσεις και από δυνητικούς ανταγωνιστές και από την κοινωνία-κράτος, ο σύγχρονος καπιταλισμός ευνοεί τα ολιγοπώλια, που ταυτόχρονα δημιουργούν εμπόδια στην είσοδο νέων παικτών.
Τα ολιγοπώλια, μάλιστα, είναι πετυχημένα όταν λειτουργούν με βάση μυστικές (υπόγειες) συμφωνίες όσον αφορά τις τιμές και τα μερίδια αγοράς που θα καταλαμβάνει το κάθε μέλος του καρτέλ. Η συνύπαρξη δεν είναι ανέφελη, αλλά υπάρχει, λειτουργεί, αποδίδει
Ερχόμαστε τώρα στο κράτος και ειδικά στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκης και ειδικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός όπως και οι Αλέξης Πατέλης, Κωστής Χατζηδάκης, Κωνσταντίνος Κυρανάκης, Χρήστος Σταϊκούρας, Θοδωρής Σκυλακάκης, είναι όλοι τους απόλυτα συνειδητοποιημένοι ως προς την λειτουργία και επιρροή των ολιγοπωλίων. Ιδιαίτερα, δε, για το γεγονός ότι μέρος των στρεβλώσεων που επιδιώκουν και δημιουργούν είναι να περνούν το δικό τους ιδιωτικό κόστος στην ευρύτερη κοινωνία – καθώς έτσι εξασφαλίζουν τα κέρδη που προκύπτουν από την ρεντιέρικη δράση τους.
Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα και εν πλήρη γνώση των κοινωνικών αντιδράσεων, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μέτρα κατά των ολιγοπωλίων της ενέργειας και των τραπεζών, έχει ελάχιστα επέμβει στο ολιγοπώλιο των τηλεπικοινωνιών, έχει αγνοήσει τα ολιγοπώλια της χονδρικής (ιδιαίτερα στα τρόφιμα) και έχει προσπαθήσει με πυροτεχνήματα να πολεμήσει τα ολιγοπώλια των πολυεθνικών ειδικά σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων.
Ο ένας λόγος είναι ότι ορισμένα μέλη της κυβέρνησης ακόμη διακατέχονται από τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού— και επ’ αυτού θα επανέλθουμε άλλη φορά. Ο δεύτερος και κυριότερος λόγος είναι ότι οι ξένοι επενδυτές από τους οποίους εξαρτώμεθα εδώ και δεκαετίες είναι τόσο βαθιά εμποτισμένοι με τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, που αντιμετωπίζουν με απόλυτα αρνητικό τρόπο τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης – αυτές τις περιορισμένες – ενάντια στα καρτέλ.
Πρόσφατα, μόλις πριν από τρεις εβδομάδες, ομάδα επενδυτών στο Λονδίνο στράφηκε εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης επειδή έχει επιβάλλει έχτρα φορολογία στην ενέργεια, ισχυριζόμενη ότι είναι σοσιαλιστική διότι υπονομεύει την ελεύθερη αγορά!
Αυτό, λοιπόν, είναι το τρίγωνο του διαβόλου: η χώρα δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς ξένες επενδύσεις, οι ξένοι επενδυτές είναι διαποτισμένοι με τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού (που σημαίνει καρτέλ και ασυδοσία αγορών), οπότε όταν η κυβέρνηση έστω και δειλά-δειλά, προσπαθεί κάπως να απαλύνει τις στρεβλώσεις που τα καρτέλ έχουν δημιουργήσει επιβάλλοντας κάποιον φόρο, ξεσηκώνεται ορυμγδός αρνητικών σχολίων και άλλων αντιδράσεων κατά της.
Δεν είναι εύκολο για την κυβέρνηση να βγει από αυτήν την τριγωνική παγίδα. Μία μέθοδος θα ήταν να βάλει μπροστά την Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία θα κληθεί να λειτουργήσει με πρότυπα, ας πούμε, αντίστοιχα με αυτά που έχει στην χρυσή της εποχή, στις αρχές του 20ου αιώνα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού (Federal Trade Commission) και, αργότερα, η Anti-trust Division (του υπουργείου δικαιοσύνης) στις ΗΠΑ.
Στο θέμα αυτό, όμως, όλη η κυβέρνηση κωφεύει. Ίσως, διότι η όποια παρέμβαση απαιτείται να είναι ριζοσπαστική και όχι για το θεαθήναι.
Διαβάστε επίσης
Προμήνυμα ευρύτερα κακών μαντάτων και όχι περιστασιακή η πτώση των χρηματιστηρίων
Ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Η ελληνική οικονομία πάντα υπέφερε από το λεγόμενο επενδυτικό κενό.
Γι’ αυτό, ήδη από το 1953 που ορθά θεωρείται ως η αρχή της μεταπολεμικής οικονομίας, επιδιώκει με κάθε τρόπο να προσελκύσει ξένα κεφάλαια για επενδύσεις. Οι επενδύσεις είναι υπόθεση sine qua non για την ανάπτυξη. Οι επενδύσεις χρηματοδοτούνται από την εγχώρια αποταμίευση. Όταν αυτή δεν επαρκεί – όπως πάντα δεν επαρκούσε στην χώρα μας – δύο τρόποι υπάρχουν. Το κράτος επενδύει δανειζόμενο και το κράτος μαζί με τον ιδιωτικό τομέα επιδιώκουν την εισαγωγή ξένων κεφαλαίων.
Σήμερα προσπαθούμε να συντηρήσουμε ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2%-2,5%. Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι της τάξης του 20%-22% του ΑΕΠ – ήτοι κάτι μεταξύ 48 και 52 δις. ευρώ. Στην πράξη, οι επενδύσεις για το 2024 δεν θα ξεπεράσουν τα 35 δις., οι καθαρές επενδύσεις (δηλαδή η καθαρή αύξηση χωρίς τις αποσβέσεις τα 30 δις., κι αυτό χωρίς να υπολογίζουμε πόσες από τις επενδύσεις αυτές αφορούσαν αύξηση του παραγωγικού δυναμικού ή έστω οδηγούσαν σε αύξηση της παραγωγικότητας και πόσες ήταν για εξαγορές και συγχωνεύσεις που δεν οδηγούν υποχρεωτικά στις προηγούμενες δύο θετικές επιπτώσεις. Πιο συχνά, μάλιστα, απλά οδηγούν σε αύξηση χρεών.
Δεύτερη απλή διαπίστωση, η φύση του καπιταλισμού του 21ου αιώνα είναι να επιδιώκει την μεγιστοποίηση των βραχυχρόνιων κερδών. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που εξηγεί διαχρονικά την εξαιρετικά χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας στην Δύση—συμπεριλαμβανόμενης και της χώρας μας. Τα άμεσα κέρδη μεγιστοποιούνται εν πολλοίς με χρηματοπιστωτικά εργαλεία και αυτό είναι σε βάρος του εκσυγχρονισμού και της δημιουργίας παραγωγικού δυναμικού – που συμβάλει τα μέγιστα στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Για να πετύχει τους στόχους του, ο σύγχρονος καπιταλισμός επιδιώκει να λειτουργεί σε μη ανταγωνιστικό περιβάλλον, με ελάχιστη κρατική παρέμβαση (καμία θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν). Με τον τρόπο αυτό μπορεί να επιβάλει υψηλές τιμές και ταυτόχρονα να επιβαρύνει τον δημόσιο τομέα, δηλαδή τους φορολογούμενους, με δικά του κόστη (externalities). Θέλει, δηλαδή, να λειτουργεί – και πράγματι λειτουργεί—σε αγορές μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές. Επειδή τα μονοπώλια είναι εύκολα ευάλωτα σε επιθέσεις και από δυνητικούς ανταγωνιστές και από την κοινωνία-κράτος, ο σύγχρονος καπιταλισμός ευνοεί τα ολιγοπώλια, που ταυτόχρονα δημιουργούν εμπόδια στην είσοδο νέων παικτών.
Τα ολιγοπώλια, μάλιστα, είναι πετυχημένα όταν λειτουργούν με βάση μυστικές (υπόγειες) συμφωνίες όσον αφορά τις τιμές και τα μερίδια αγοράς που θα καταλαμβάνει το κάθε μέλος του καρτέλ. Η συνύπαρξη δεν είναι ανέφελη, αλλά υπάρχει, λειτουργεί, αποδίδει
Ερχόμαστε τώρα στο κράτος και ειδικά στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκης και ειδικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός όπως και οι Αλέξης Πατέλης, Κωστής Χατζηδάκης, Κωνσταντίνος Κυρανάκης, Χρήστος Σταϊκούρας, Θοδωρής Σκυλακάκης, είναι όλοι τους απόλυτα συνειδητοποιημένοι ως προς την λειτουργία και επιρροή των ολιγοπωλίων. Ιδιαίτερα, δε, για το γεγονός ότι μέρος των στρεβλώσεων που επιδιώκουν και δημιουργούν είναι να περνούν το δικό τους ιδιωτικό κόστος στην ευρύτερη κοινωνία – καθώς έτσι εξασφαλίζουν τα κέρδη που προκύπτουν από την ρεντιέρικη δράση τους.
Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα και εν πλήρη γνώση των κοινωνικών αντιδράσεων, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μέτρα κατά των ολιγοπωλίων της ενέργειας και των τραπεζών, έχει ελάχιστα επέμβει στο ολιγοπώλιο των τηλεπικοινωνιών, έχει αγνοήσει τα ολιγοπώλια της χονδρικής (ιδιαίτερα στα τρόφιμα) και έχει προσπαθήσει με πυροτεχνήματα να πολεμήσει τα ολιγοπώλια των πολυεθνικών ειδικά σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων.
Ο ένας λόγος είναι ότι ορισμένα μέλη της κυβέρνησης ακόμη διακατέχονται από τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού— και επ’ αυτού θα επανέλθουμε άλλη φορά. Ο δεύτερος και κυριότερος λόγος είναι ότι οι ξένοι επενδυτές από τους οποίους εξαρτώμεθα εδώ και δεκαετίες είναι τόσο βαθιά εμποτισμένοι με τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, που αντιμετωπίζουν με απόλυτα αρνητικό τρόπο τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης – αυτές τις περιορισμένες – ενάντια στα καρτέλ.
Πρόσφατα, μόλις πριν από τρεις εβδομάδες, ομάδα επενδυτών στο Λονδίνο στράφηκε εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης επειδή έχει επιβάλλει έχτρα φορολογία στην ενέργεια, ισχυριζόμενη ότι είναι σοσιαλιστική διότι υπονομεύει την ελεύθερη αγορά!
Αυτό, λοιπόν, είναι το τρίγωνο του διαβόλου: η χώρα δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς ξένες επενδύσεις, οι ξένοι επενδυτές είναι διαποτισμένοι με τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού (που σημαίνει καρτέλ και ασυδοσία αγορών), οπότε όταν η κυβέρνηση έστω και δειλά-δειλά, προσπαθεί κάπως να απαλύνει τις στρεβλώσεις που τα καρτέλ έχουν δημιουργήσει επιβάλλοντας κάποιον φόρο, ξεσηκώνεται ορυμγδός αρνητικών σχολίων και άλλων αντιδράσεων κατά της.
Δεν είναι εύκολο για την κυβέρνηση να βγει από αυτήν την τριγωνική παγίδα. Μία μέθοδος θα ήταν να βάλει μπροστά την Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία θα κληθεί να λειτουργήσει με πρότυπα, ας πούμε, αντίστοιχα με αυτά που έχει στην χρυσή της εποχή, στις αρχές του 20ου αιώνα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού (Federal Trade Commission) και, αργότερα, η Anti-trust Division (του υπουργείου δικαιοσύνης) στις ΗΠΑ.
Στο θέμα αυτό, όμως, όλη η κυβέρνηση κωφεύει. Ίσως, διότι η όποια παρέμβαση απαιτείται να είναι ριζοσπαστική και όχι για το θεαθήναι.
Διαβάστε επίσης
Προμήνυμα ευρύτερα κακών μαντάτων και όχι περιστασιακή η πτώση των χρηματιστηρίων