Ξυπόλυτη ξανά η Ελλάδα στα αγκάθια του χρέους – Βοούν τα «καμπανάκια» για την ελληνική οικονομία
Την περασμένη Δευτέρα ο Κωστής Χατζηδάκης υποστήριξε μέσω του Bloomberg ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη, προχωρά σε
Την περασμένη Δευτέρα ο Κωστής Χατζηδάκης υποστήριξε μέσω του Bloomberg ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη, προχωρά σε πρόωρη αποπληρωμή χρέους 8 δισ. ευρώ και θα μειώσει το δημόσιο χρέος της στο 130% του ΑΕΠ ως το 2028. Ομως οι εξελίξεις τον διαψεύδουν.
Καταρχάς επειδή, όπως έγινε γνωστό από τις Βρυξέλλες, η Eurostat έδωσε εντολή στην Ελλάδα να ενσωματώσει τους αναβαλλόμενους τόκους από τα δάνεια ύψους 84 δισ. ευρώ που πήρε η χώρα με το δεύτερο μνημόνιο. Οι τόκοι αυτοί ανέρχονται μέχρι το 2024 στα 13,6 δισ. ευρώ και στο 1,1 δισ. ετησίως για τα επόμενα χρόνια ως το 2032. Ναι μεν θα αρχίσουν να αποπληρώνονται από το 2033 αλλά, κατά τη Eurostat, πρέπει τώρα να εμφανιστούν στο δημόσιο χρέος για λόγους λογιστικής τάξης. Αυτό όμως σημαίνει ότι το δημόσιο χρέος από το 161,9% του ΑΕΠ που έκλεισε το 2023 αυξάνεται στο 167,5% το 2024, ενώ από το 2025 άλλο 1,1 δισ. ευρώ θα προστίθεται ετησίως στο δημόσιο χρέος και έλλειμμα.
Ελπίζουν στο ΑΕΠ
Βέβαια η κυβέρνηση επιχείρησε να υποβαθμίσει το γεγονός με την ελπίδα ότι παράλληλα με την αύξηση του χρέους θα αυξηθεί σημαντικά και το ΑΕΠ, λόγω του επανυπολογισμού του από τη Eurostat, με αλλαγή του έτους βάσης (από το 2015 στο 2020). Πηγές του υπουργείου Οικονομικών πιθανολογούν ότι μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 4-5 δισ. ευρώ, επομένως η αύξηση του δημόσιου χρέους να μη φτάσει το 5,5% αλλά να κυμανθεί χαμηλότερα.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αύξηση θα υπάρξει και, όπως γνωρίζουν πολύ καλά στο υπουργείο Οικονομικών, θα μετρήσει αρνητικά στις προσεχείς αξιολογήσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, ιδίως της Moody’s που αρνείται επίμονα να επαναφέρει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα, και πιθανόν να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της χώρας.
Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα συνιστά ωστόσο η εκ νέου εκρηκτική άνοδος του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συγκριτικά με την κάποια υποχώρησή του πέρσι. Πλέον όλοι κρούουν προειδοποιητικά καμπανάκια, από τον Νίκο Βέττα του ΙΟΒΕ μέχρι τον Βαγγέλη Μυτιληναίο της Metlen και από τη Moody’s ως το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών και τον ΣΥΡΙΖΑ, και μόνο η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να μη θέλει να αντιληφθεί το βάθος του προβλήματος.
Βάσει των στοιχείων που έδωσε τις περασμένες μέρες η Τράπεζα της Ελλάδος για το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,3 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρσι, φτάνοντας τα 8,6 δισ. ευρώ. Η επιδείνωση αυτή, η οποία επήλθε παρά την αύξηση των τουριστικών εσόδων στα 10,95 δισ. ευρώ, οφείλεται στη μείωση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών κατά 1,3% και την αύξηση των εισαγωγών ξένων αγαθών κατά 4,1%, ουσιαστικά δηλαδή στην αδυναμία της ελληνικής παραγωγής αγαθών.
Τραγική επιδείνωση
Σημειωτέον ότι η επιδείνωση αυτή έχει ξεκινήσει από το 2023, χρονιά κατά την οποία οι ελληνικές εξαγωγές έκλεισαν με πτώση 8,75%, διαψεύδοντας τις εξαγγελίες της κυβέρνησης της ΝΔ που είχε θέσει στόχο την άνοδο κατά 15%. Η αρνητική αυτή τάση επιδεινώθηκε περαιτέρω το 2024, καταδεικνύοντας ότι δεν φτάνει ο τουρισμός για να σώσει την ελληνική οικονομία – όχι μόνο επειδή οι τουρίστες ξοδεύουν λιγότερα, όπως έδειξε η μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά 4,2% τον Ιούλιο παρά την αύξηση του αριθμού των ξένων επισκεπτών κατά 4,1%, αλλά επειδή ακόμη κι αυτούς που έρχονται δεν έχουμε αρκετή παραγωγή για να τους ταΐσουμε καθώς εισάγουμε κρέας, πατάτες και φρούτα και τα λεφτά φεύγουν στο εξωτερικό.
Το υψηλό εξωτερικό έλλειμμα ωστόσο σημαίνει ότι η χώρα παραμένει ευάλωτη στα εξωτερικά σοκ κι ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει γίνει καμία πρόοδος σε ό,τι αφορά το ελληνικό οικονομικό μοντέλο, που παραμένει περιορισμένο στον τουρισμό και το real estate.