«Υπάρχει ένας αόρατος κόσμος εκεί έξω»
Αν παρακολουθήσει κανείς σήμερα τη «Σχεδία», τη βιντεο-ηχητική εγκατάσταση του Μπιλ Βιόλα, 20 χρόνια μετά τη δημιουργία της για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα της Αθήνας 2004, θα αισθανθεί αιφνιδιασμένος από το θέμα της. Τότε, ήταν εικαστική πρωτοπορία. Τώρα, μοιάζει σαν περιγραφή μιας επείγουσας συνθήκης την οποία ήδη βιώνουμε.
Αν παρακολουθήσει κανείς σήμερα τη «Σχεδία», τη βιντεο-ηχητική εγκατάσταση του Μπιλ Βιόλα, 20 χρόνια μετά τη δημιουργία της για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα της Αθήνας 2004, θα αισθανθεί αιφνιδιασμένος από το θέμα της. Τότε, ήταν εικαστική πρωτοπορία. Τώρα, μοιάζει σαν περιγραφή μιας επείγουσας συνθήκης την οποία ήδη βιώνουμε. Δεκαοκτώ άνθρωποι, διαφορετικών εθνικοτήτων και ηλικιών, στέκονται πάνω σε μια πλατφόρμα σαν να περιμένουν κάτι, μπορεί και μέσο μεταφοράς. Αλλοι διαβάζουν, άλλοι απλώς στέκονται, κάποιοι φαίνονται βαριεστημένοι ή κουρασμένοι, ο καθένας, πάντως, βυθισμένος στον κόσμο του. Ωσπου, από άγνωστη πηγή, εκτοξεύονται πάνω τους ριπές νερού, μια καταστροφική πλημμύρα, σαν να σπάει ένα φράγμα, ο ένας πέφτει πάνω στον άλλον ή στο δάπεδο. Κανείς δεν στέκεται όρθιος. Κι όταν επιτέλους σταματάει το κακό, βρεγμένοι και καθημαγμένοι, αλλά ζωντανοί σχεδόν όλοι, κοιτούν γύρω τους, αγγίζονται για να δουν αν είναι καλά ο διπλανός τους. Νοιάζονται. Να σημειώσουμε ότι όλο το βίντεο είναι γυρισμένο σε σλόου μόσιον.
Η τότε διευθύντρια του ΕΜΣΤ Αννα Καφέτση, στην οποία και οφείλουμε τη γνωριμία μας με τον σπουδαίο Νεοϋορκέζο καλλιτέχνη, μεγάλη μορφή στον χώρο των νέων μέσων και του βίντεο, που πέθανε πρόσφατα στα 73 του από Αλτσχάιμερ, έγραφε στον κατάλογο: «…αναδεικνύει την ανθρώπινη κατάσταση και το αίτημα συμφιλίωσης μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων και φυλών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης». Ο Βιόλα συμμετείχε, με ανάθεση από το ΕΜΣΤ, στη σημαντική έκθεση «Διαπολιτισμοί», με την οποία το Μουσείο λάμβανε μέρος στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2001-2004.
Με αφορμή τον θάνατο του Μπιλ Βιόλα, θυμόμαστε τη «Σχεδία» στην Αθήνα του 2004.
Η αναφορά απαραίτητη για να αποδίδουμε τα οφειλόμενα σε όσους κατείχαν, κατά καιρούς, θεσμικές θέσεις σε πολιτιστικούς οργανισμούς και άνοιξαν το βλέμμα μας στην περιπέτεια της πρωτοπορίας, όχι χωρίς κόστος. Σε μια χώρα με πολύ επιλεκτική μνήμη…
Τα έργα του Βιόλα, τα περισσότερα, ήταν τεχνικά πολύπλοκα. Επιδιδόταν συχνά σε κινηματογραφικές τοιχογραφίες του 21ου αιώνα, με επιρροές από την ιταλική αναγέννηση, από αρχαίους μύθους και, ασφαλώς, από πολύ προσωπικά βιώματα (απώλειες προσφιλών του προσώπων) και συμβολισμούς· όπως ο κύκλος γέννηση – ζωή – θάνατος, εικόνες καταστροφής, τα περάσματα μέσα από σκοτεινούς διαδρόμους στο φως. Από όταν εμφανίστηκε, δεκαετία του ’80, έγινε σαφές ότι οι αναζητήσεις του θα στραφούν στην οπτικοποίηση αισθημάτων και θα απευθυνθεί, κυρίως, στη διαίσθηση του θεατή. Η εξαιρετικά αργή κίνηση της κάμερας δημιουργούσε έναν ιδιότυπο μυστικισμό. Ο Βιόλα ήταν ένας μύστης. «…Υπάρχει ένας αόρατος κόσμος εκεί έξω, και ζούμε μέσα σ’ αυτόν», είχε πει (το 1997).
Δεν είναι όμως μόνο ο θάνατος του Βιόλα που ανακάλεσε στη μνήμη τη «Σχεδία». Η βιντεοεγκατάσταση/ανάθεση συμπίπτει με την 20ετία από την Αθήνα 2004. Και το έργο αποκτά, ερήμην του, προεκτάσεις. Ηταν μια εποχή με φόρα, σχεδόν οιστρήλατη. Και, βέβαια, μεγάλου εφησυχασμού. Είμαστε σε μια πλατφόρμα, αναμένοντας, με τη βεβαιότητα ότι θα συναντηθούμε με τις, όποιες, επιθυμίες μας. Σαν το δρομολόγιο να ήταν προκαθορισμένο. Κι έτσι, ανυποψίαστοι, παρασυρθήκαμε από τον κατακλυσμό. Μούσκεμα γίναμε. Και αναρωτιέται κανείς: μάθαμε, προσπαθώντας να ξανασταθούμε στα πόδια μας, ότι δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτόν κόσμο; Οτι κανείς δεν «σώζεται» μόνος; Εδώ, μάλλον, σκοντάφτουμε στον ρομαντικό ουμανισμό του ίδιου του καλλιτέχνη. Στον τρόπο που ο Βιόλα πίστευε ότι την ανησυχία διαδέχεται η γαλήνη. Οτι η εικόνα διαμορφώνει αισθητική και συνειδήσεις αρκεί κανείς να τη χρησιμοποιήσει για να παροτρύνει στη σκέψη. Στην αυτογνωσία, τη μόνη μέθοδο που βοηθάει να δούμε πιο καθαρά τον εαυτό μας και τον κόσμο, που μπορεί να αποτελέσει στοιχείο «νέας ζωής». Οπως ύστερα από έναν κατακλυσμό. «Θα προτιμούσα να με ξεχάσουν ως καλλιτέχνη. Και ύστερα να με ανακαλύψουν ξανά σε μια άλλη εποχή της ανθρωπότητας». Ηταν μια από τις επιθυμίες του Μπιλ Βιόλα.